Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΙΚΑΡΙΑΣ: Ο ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ


ΛΑΪΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ



ΘΕΜΑ: ΕΠΙΒΙΩΣΕΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΑΣ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΣΚΟΠΟΣ
Ο παιδαγωγικός-παιδευτικός και η αισθητική καλλιέργεια του μαθητή.
ΣΤΟΧΟΙ Η εξοικείωση των μαθητών με τη λαϊκή μας παράδοση.
Η διερεύνηση της επιβίωσης παλαιών πολιτιστικών
στοιχείων στη σύγχρονη ζωή του λαού μας.
ΔΟΜΗ 
Α. Πρόλογος,
Β. Εισαγωγή
Γ. Έθιμα που διέπουν τις οικογενειακές σχέσεις (γάμος)
Δ. Έθιμα που διέπουν τις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων σχέσεις (πανηγύρια),
Ε. Συμπεράσματα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Σε μια εποχή που η κοινωνία μας υποφέρει από άγχος, μοναξιά, σύγχυση και τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, η στάση μας απέναντι στο παρελθόν και τη λαϊκή παράδοση αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Στις σημερινές δύσκολες μέρες του τεχνοκρατικού πολιτισμού η «επιστροφή στις ρίζες» είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη, είναι επιβεβλημένη. 
Τα ήθη και τα έθιμα μιας κοινωνίας αποτελούν την πιο γνήσια και πηγαία έκφραση της λαϊκής παράδοσης. Λέγοντας ήθη εννοούμε τους παραδοσιακούς κανόνες της κοινωνικής διαβίωσης, ενώ με τον όρο έθιμα αναφερόμαστε στις συνήθειες που υπαγορεύει ο παραδοσιακός τρόπος ζωής. Τα ήθη και τα έθιμα αποτελούν ηθικές συνήθειες και κανόνες που γίνονται για την εκπλήρωση κοινωνικών ή θρησκευτικών καθηκόντων τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για τη διατήρηση της συνοχής ενός κοινωνικού συνόλου. 
Τα ήθη και τα έθιμα μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες:
Α) στα θρησκευτικά, όπου αποτελούν σημαντικό μέρος του θρησκευτικού βίου ενός λαού, καθώς σχετίζονται με τη λατρεία του Θεού και των αγίων (λ.χ. έθιμα των Χριστουγέννων, του Πάσχα, κ.ά.) και
Β) στα κοινωνικά, τα οποία διέπουν τις μεταξύ των ατόμων και των κοινωνικών τάξεων σχέσεις (λ.χ. γέννηση, γάμος, φιλοξενία, επαγγελματικά έθιμα κ.ά.).
Είναι βέβαια κατανοητό ότι οι δύο αυτές κατηγορίες τις περισσότερες φορές επικαλύπτονται, αφού ο κοινωνικός βίος είναι αλληλένδετος με τη θρησκευτική συνείδηση του ελληνικού λαού (λ.χ. τα πανηγύρια που, ενώ ξεκίνησαν σαν ημέρες εορτασμού του πολιούχου άγιου κάθε χωριού, έχοντας δηλαδή θρησκευτικό χαρακτήρα, σταδιακά εξελίχθησαν περισσότερο σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, με στόχο τη συλλογή χρημάτων για κοινωφελή σκοπό). 
            
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στη μελέτη αυτή θα παρουσιάσουμε τα ήθη και τα έθιμα των Ικαριωτών, ενός λαού απλού και φιλόξενου που τιμά την ιδιαίτερη πατρίδα του, την ιστορία και το λαϊκό πολιτισμό της. Η γνησιότητα, η πολύτιμη εμπειρία, η πηγαία διασκέδαση, το μεράκι και η σοφία της απλότητας που χαρακτηρίζουν τα ήθη και τα έθιμα της ικαριακής κοινωνίας διατηρήθηκαν και ενσωματώθηκαν στο σύγχρονο τρόπο ζωής, αποτελώντας πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες (λ.χ. τα ικαριώτικα πανηγύρια).
«Η ικαριώτικη προγονική παρακαταθήκη μας, ζωντανή και πολύτιμη κληρονομιά μας, μάς οδηγεί σωσμένους να κατακλύσουμε στην ‘’πεζούλα’’ του σπιτιού, στο πέτρινο καθιστικό της αυλής, στο βωμό της φαμέλιας» . Η προγονική βιοθεωρία μας, πολύβλαστη και πολύβουη ακόμα και στους δύσκολους αυτούς καιρούς που ζούμε, μας δείχνει το δρόμο για να οδοιπορεύσουμε προς το ταπεινό και καθαγιασμένο βίο του παλαιού ‘’Καριώτη’’. 
Στην εργασία αυτή θα προσπαθήσουμε να σας ξεναγήσουμε μόνο στα πιο χαρακτηριστικά κοινωνικά έθιμα του ικαριακού λαού, ελπίζοντας οι σελίδες αυτές να γίνουν τραγούδι σιγαλόφωνο, που να μιλά «για τα πάθια μας και τηχ χαράμ μας, τ’ εργόχερα (τα έργα) του βίου μας, τα σπίθκια μας και τηγ ξεβρακωσάμ μας (φτώχεια μας), ώστε να ογραθθεί (να υγρανθεί) τ’ ομμάτιμ μας, να γένει γερακίσον, κι ογλήορον… κι ο νους να λαγαρίσει (καθαρίσει)». 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Α. ΕΘΙΜΑ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΓΑΜΟΙ

Ο γάμος στην Ικαρία αποτελούσε και αποτελεί ακόμα το ευτυχέστερο γεγονός στη ζωή των ανθρώπων. Η φθορά του θεσμού που παρατηρείται στα μεγάλα αστικά κέντρα δεν έχει επηρεάσει τα έθιμα του γάμου που λαμβάνουν μέρος στο νησί με αποτέλεσμα η τελετή να διατηρεί ακόμα τα ιδιαίτερα παραδοσιακά της στοιχεία.

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ  ΤΟΥ ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΟΥ ΓΑΜΟΥ

Δυο είναι τα κύρια στοιχεία που διαφοροποιούν τον ικαριώτικο γάμο από τους γάμους που τελούνται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το πρώτο είναι  ότι οι περισσότεροι γάμοι στην Ικαρία είναι ανοιχτοί σε όλους, γιατί οι νεόνυμφοι θέλουν να δείξουν σε όσο περισσότερους ανθρώπους την ευτυχία και τη χαρά τους. Δεν είναι σπάνιο η αναγγελία ενός γάμου να τοιχοκολλείται σε κεντρικά σημεία του χωριού, καλώντας όλους τους κατοίκους να παρευρεθούν στην πιο χαρμόσυνη ημέρα του νέου ζευγαριού. Η δεύτερη διαφορά, απόρροια ίσως της πρώτης, αφορά τον τόπο όπου θα πραγματοποιηθεί το μεγάλο γλέντι. Το γλέντι δεν γίνεται σε κάποια αίθουσα (μόνο αν είναι χειμώνας), αλλά στην κεντρική πλατεία του χωριού, εκεί όπου τελούνται και τα πανηγύρια! Ο ανοιχτός ικαριώτικος γάμος, παρά το γεγονός ότι έχει μεγάλο οικονομικό κόστος, είναι ένα γεγονός το οποίο πρέπει να μείνει αξέχαστο, να προκαλέσει θαυμασμό, να εντυπωσιάσει και να συζητηθεί παντού. Σώζεται μάλιστα μια παλαιά ρίβα  που σατιρίζει ένα ‘’φτωχικό’’ γάμο στην Ικαρία, αποτελώντας όνειδος για το γαμπρό και ‘’τραγωδία’’ για τους καλεσμένους:

‘’Ούτε κορίτσια κάλεσαν, ούτε και παλικάρια
σαν κυλισμένος γάδαρος τόβαλε στα ποδάρια […]
Είχε μαγείρους εκλεκτούς, τον Λία τον Κανάτο…
ξέρει γιουβέτσι και ψητά και γεμιστά να ψήσει,
Μα δεν ευρέθει δυστυχώς κρέας να το μυρίσει […]
Είδανε τρόμους, βάσανα όλοι οι καλεσμένοι
Και πήραν τον ανήφορο πολύ εξαντλημένοι.
Το ζεύγος όλοι χαιρετούν με άδειο το στομάχι
και σκέφτονται πώς θ’ ανεβούν του Κουμαρού τ’ αστάχι […]
Κρίμα πιλάφι ορφανό στο γάμο σου να ψήσεις
σαν τσάι εκατάντησε κι αυτό να το στραγγίξεις.
Ούτε ψητόν δεν έκανες ούτε και δυο μπιφτέκια
μονάχα εις τον γάμο σου έριξες δυο φυσέκια […]


ΤΟ ΣΤΡΩΣΙΜΟ ΤΟΥ ΚΡΕΒΑΤΙΟΥ

Λίγες ημέρες πριν από το γάμο (συνήθως την Πέμπτη), γίνεται το ‘’το στόλισμα του κρεβατιού’’. Στο σπίτι της νύφης μαζεύονται οι ελεύθερες (ανύπαντρες) κοπέλες του χωριού για να στολίσουν τα προικιά της. Τα προικιά είναι κυρίως πλουμιστά υφαντά, κεντήματα και πλεκτά φτιαγμένα με υπομονή και μεράκι, κουβέρτες, μεταξωτά σεντόνια κ.ά. Εκεί παρευρίσκονται όλοι οι συγγενείς, οι γείτονες και οι φίλοι της οικογένειας, αλλά όχι ο γαμπρός που δεν πρέπει να δει τη νύφη πριν από το μυστήριο. Οι καλεσμένοι φέρνουν τα δώρα τους στη νύφη και στη συνέχεια οι ανύπαντρες νεαρές φίλες και συγγενείς της νύφης, αφιερώνονται στο στρώσιμο του κρεβατιού. Κάθε τι που στρώνουν το σταυρώνουν τρεις φορές πριν τοποθετηθεί σωστά. Αμέσως μετά η νύφη και οι γονείς της παίρνουν θέση δίπλα από το νυφικό κρεβάτι για να δεχτούν τις ευχές των καλεσμένων, που περνώντας από το κρεβάτι πετούν επάνω είτε χρυσαφικά (φλουριά- χρυσές λίρες τα παλαιότερα χρόνια) είτε χρήματα. Επίσης, τραγουδώντας, οι γυναίκες κυλούσαν πάνω στο νυφικό στρώμα ένα αγοράκι με την ευχή το ζευγάρι να αποκτήσει πολλά παιδιά και το πρώτο να είναι αγόρι. Ακολουθεί φαγοπότι, ενώ παλιότερα και ανάλογα με το χωριό γινόταν μεγάλο γλέντι. Οι καλεσμένοι κερνιούνται με γλυκά και μεζεδάκια, πίνουν και χορεύουν τραγουδώντας τα ‘’τραγούδια του κρεβατιού’’. Παραθέτουμε κάποια χαρακτηριστικά τραγούδια που εντυπωσιάζουν με την απλή, καθημερινή, λυρική και φορτισμένη από γνήσιο συναισθηματικό φορτίο γλώσσα:
«Ωραία πού’ ναι η νύφη μας
ωραία τα προικιά της
ωραία και η παρέα της
που κάνει στη χαρά της».
«Αν αρχινίσω να σου πω
παινέματα και χάρες
από τα νύχια ως την κορφή
είσ’ όλο νοστιμάδες».
Ωραία και ιδιαίτερα συγκινητικά είναι και τα τραγούδια που έχει καταγράψει η Τούλα Τσιαντή  από τους Φούρνους Ικαρίας:
«Στρώστε τα μεταξωτά,
στρώστε τα βελούδα,
να πέσει ο νιός ο δροσερός
κι η νύφη η κοπελούδα».
«Ένα τραγούδι θα σας πω
επάνω στο κεράσι
να είναι καλορίζικο
της νύφης το κρεβάτι».
«Στρώστε πάπλωμα χρυσό
σεντόνι ασημένιο
να πέσει το κορμάκι τους
το μαργαριταρένιο».


ΤΟ ΝΥΦΟΣΤΟΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΞΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ

Την ημέρα του γάμου, γινόταν το στόλισμα της νύφης, ‘’το νυφοστόλι’’, όπου οι φίλες της νύφης την βοηθούσαν να χτενιστεί και να φορέσει το νυφικό της. Τα παλαιότερα χρόνια η νύφη ύφαινε μόνη της το νυφικό στον αργαλειό, μια πολύ κουραστική και χρονοβόρα διαδικασία.
Το παραδοσιακό ικαριώτικο νυφικό ήταν ένα φουστάνι άσπρο, με κόκκινη τραχηλέ (=λαιμό), ποδιά άσπρη, μαντήλι με κρόσσια και σκουφάκι (ή γιρλάντα στα μαλλιά με τούλι για πέπλο).
 Έθιμο είναι να γράφονται κάτω από το νυφικό παπούτσι τα ονόματα των ανύπαντρων κοριτσιών. Όποιο σβηστεί είναι και αυτό που θα παντρευτεί πρώτο. Όταν η νύφη στολίζεται οι συγγενείς και οι φίλες της τραγουδούν, συχνά υπό την συνοδεία των μουσικών οργάνων. Ο τόνος των τραγουδιών στο νυφοστόλι έχει κάτι το μελαγχολικό, λόγω του οριστικού χωρισμού, που θα γινόταν σε λίγη ώρα, ανάμεσα σ' αυτήν και τους γονείς της.
«Σήμερα γάμος γίνεται,
σ’ ωραίο περιβόλι,
σήμερα αποχωρίζεται,
η μάνα από την κόρη».
ή        «Εκεί που πας νυφούλα μου
           σαν δέντρο να ριζώσεις
           και σαν γλυκιά γλυκομηλιά
           τους κλώνους σου ν' απλώσεις»
ή        «κίνησε δέντρο κίνησε, κίνησε κυπαρίσσι,
          κίνησε δάφνη φουντωτή και κρουσταλλένια βρύση»
Από το μεσημέρι θα αρχίσει να ετοιμάζεται και ο γαμπρός με τους συγγενείς και τους φίλους του, σε εύθυμη ατμόσφαιρα όπου κυριαρχούν τα κεράσματα και τα τραγούδια. Το ξύρισμα του γαμπρού γινόταν στο πατρικό του σπίτι και περιλάμβανε εκτός από το ξύρισμα, το ντύσιμο του γαμπρού στα γαμπρικά του ρούχα και τον καλλωπισμό του.
Τα παραδοσιακά ικαριώτικα γαμπρικά ρούχα, σύμφωνα με τον Ιωάννη Δ. Στενό, ήταν η «άσπρη βράκα με γιλέκο χρυσό, μια κόκκινη ζώνη, φέσι με μπλε φούντα και παπούτσια γεμενιά »
 Αντίθετα με το μελαγχολικό τόνο των νυφιάτικων τραγουδιών, τα τραγούδια προς το γαμπρό είναι χαρούμενα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ομορφιά και την αξιοσύνη του:     
        «Γαμπρέ μου, σένα πρέπει σου μεταξωτόν ζωνάριν
να ζώνεσαι την μέση σου, γιατί ‘ σαι παλικάριν».
«Γαμπρέ, του μόσχου το κλαδί και της ελιάς το φύλλο
και του βασιλικού κλωνί και του βαλσάμου φύλλο».
«Πάρε την τήν αγάπη σου με την υπομονή σου
τώρ’ ας χαρούν οι φίλοι σου κι ας σκάσουν οι οχτροί σου».
Την νύφη που σου δίνομεν, γαμπρέ, να μην μαλώνεις
και να της παίζεις να γελά και να την καμαρώνεις».

«Έναν γαμπρόν παντρεύουμε, δεν είναι σαν τους άλλους,
μόν’ είναι απ’ τους διαλεκτούς κι από τους πιο μεγάλους».
                                           « Ένα τραγούδι θα σας πω
                                                 επάνω στο ρεβίθι,
                                           χαρά στα μάτια του γαμπρού
                                             που διάλεξε την νύφη».

ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ΩΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

            Μαθητής που συμμετέχει στην εργασία διασώζει από προφορικές αφηγήσεις τον τρόπο με τον οποίο η νύφη συνοδεύονταν ως την εκκλησία: «Ο γαμπρός συνοδευμένος από τους καλεσμένους του, τους ιερείς του χωριού και οργανοπαίκτες ξεκινούσε για να πάρει από το πατρικό της τη νύφη. Η μάνα ξεπροβοδούσε την κόρη ρίχνοντας μπροστά της μια φούχτα ρύζι, για να ριζώσει ο γάμος της και όλοι μαζί ξεκινούσαν για την τέλεση του μυστηρίου. Η νύφη δεν πρέπει να κοιτάξει πίσω στο πατρικό της, ούτε να επιστρέψει (ακόμη και αν έχει ξεχάσει κάτι) γιατί θεωρείται γρουσουζιά. Το νέο ζευγάρι πήγαινε ως την εκκλησία καθισμένο σ’ ένα γαϊδουράκι, το οποίο είχαν στολίσει για την περίσταση με ένα λευκό ύφασμα στο σαμάρι του, καθώς και κεντίδια στο μέτωπο και στα αυτιά του. Σ’ όλη τη διαδρομή οι προσκεκλημένοι τραγουδούσαν γαμήλια τραγούδια με τη συνοδεία του παραδοσιακού βιολιού. Παντού ακούγονται οι πυροβολισμοί της χαράς για να απομακρύνουν τα κακά πνεύματα»

Τα ωραιότερα διαχρονικά γαμήλια τραγούδια είναι τα εξής:


«Σήμερα γάμος γίνεται, 

σήμερα αποχωρίζεται,

η μάνα από την κόρη.

Γαμπρέ τη νύφη ν’ αγαπάς,

να μην την εμαλώνεις

σαν το βασιλικό στη γη,

να τήνε καμαρώνεις».


«Όσα άνθη έχει ο ουρανός

και ο Γενάρης χιόνια

τόσα κι εμείς ευχόμαστε

ευτυχισμένα χρόνια».


«Ανοίξανε οι ουρανοί 

και βγήκαν δυο αγγέλοι

και στεφανώσαν δυο καρδιές 

με το δεξί τους χέρι».


«Ένα τραγούδι θέλω να πω

επάνω στο κεράσι

το ανδρόγυνο που θα γενεί

να ζήσει να γεράσει 


Ένα τραγούδι θέλω να πω

επάνω στη δεκάρα

να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός

κουμπάρος και κουμπάρα».


 «Χρυσά πουλάκια κελαηδούν

στα παράθυρά τους

και λένε καλορίζικα

να’ ναι τα στέφανά τους».

Η Κλειώ Καραμπάση μας έδωσε γι’ αυτήν την εργασία κάποια πολύ σπάνια και σήμερα πια ξεχασμένα γαμήλια τραγούδια:

«Σήμερα λάμπει ο ουρανός

σήμερα λάμπει η μέρα

γιατί εστεφανώνεται

αυτός την περιστέρα.


Σήμερα ανθίζουνε στη γη

κρινάκια και ζουμπούλια

γιατί εστεφανώνεται

ο αυγερινός την πούλια.


Ελάτε όλα τα πουλιά

Και κάμετε ζυμάρι

όπου έσμιξε το μάλαμα

με το μαργαριτάρι.


Νύφη μου καλορίζικη 

χαράς το ριζικό σου 

που παίρνεις τέτοιο άγγελο

να βάνεις στο πλευρό σου.


Τα στέφανα του γάμου σας 

ποτέ μη μαραθούνε 

να είναι ολοδρόσερα 

και να μοσχοβολούνε.


Νύφη μου ξάστερο νερό

και ξόλαμπρο φεγγάρι

το ταίρι σου είναι ξακουστό

κι όμορφο παλικάρι».


«Το δέντρο που σου φέρανε, 

γαμπρέ μου, στην αυλή σου

ροδόσταμο το πότιζε

να το’ χεις στη ζωή σου.


Απόψε γάμος γίνεται

απόψε πανηγύρι,

απόψε αποχωρίζεται

ο γιος από τον κύρη.


Στη νύφη πρέπει γιασεμί 

και στον κουμπάρο βιόλα,

και στο γαμπρό γαρύφαλλο, 

όπου μυρίζει απ’ όλα.


Πίκρα ποτέ να μην σας βρει

στη γη στην οικουμένη

και μέσα σ’ όλο το χωριό 

να ζείτε ευτυχισμένοι».


«Πρώτα θα πάρω θέλημα και ύστερις θ’ αρχίσω

τούτο το νιον αντρόγυνο να διπλοχαιρετίσω.


Η Παναγιά η Δέσποινα με τομ μονογενή της

σε ανδρόγυνον που γίνηκεν να δώσει την ευχήν της.



Η Παναγιά κι ο Χριστός χρόνους να τους χαρίσει

κι ως τον προπάτορα Αδάμ να τους τεκνογεννήσει.


Να ζήσει η νύφη και ο γαμπρός, να ζήσει κι ο κουμπάρος

να ζήσει κι ο προξενητής, να κάμει κι άλλον γάμο.


Άσπρο σταφύλι ροζακί και κόκκινο κεράσι

τ’ ανδρόγυνον που γίνηκε, να ζήσει να γεράσει.


Ένα τραγούδι θα σας πω κι όπου το καταλάβει

ο πούβαλεν τα στέφανα, να βάλει και το λάδι.


Σήμερα είν’ ο γάμος σας, σήμερα η χαρά σας

Σήμερ’ αποχωρίζεστε από τη λευτεριά σας.

Κι όσοι βρισκόμαστε εδώ και συγγενείς και φίλοι

από καρδιάς ευχόμαστε να ζείτε με γαλήνη.»

 

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Ακολουθεί η τελετή του γάμου, η οποία κορυφώνεται με την στέψη του ζευγαριού. Παλαιότερα, το ζευγάρι κρατούσε δυο αναμμένα κεριά κατά την διάρκεια της τελετής αλλά αργότερα αντικαταστάθηκαν από δυο λαμπάδες, δεξιά και αριστερά από το τραπέζι μυστηρίου. Τα αναμμένα κεριά συμβολίζουν τον Ιησού Χριστό, το Φως του κόσμου, που θα «φωτίσει» και θα ευλογήσει το ζευγάρι στο ξεκίνημα της νέα τους ζωής.

Τα στέφανα συνδέονται με μια κορδέλα που αντιπροσωπεύουν την ένωση των δυο αυτών ανθρώπων και το ξεκίνημα της κοινής τους ζωής. Τα στέφανα συμβολίζουν τις βασιλικές κορόνες, γιατί ο γαμπρός κι η νύφη θα είναι βασιλείς στο νέο τους ‘’βασίλειο’’, το σπιτικό τους. Μέχρι να τοποθετήσει ο ιερέας τα στέφανα είναι αφημένα μέσα σε ένα δίσκο με κουφέτα. Σύμφωνα με την παράδοση, οι ελεύθερες κοπέλες  παίρνουν κουφέτα από τον δίσκο, τα βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν σε όνειρο τον άνδρα που θα παντρευτούν. Ο ιερέας, κρατώντας τα στέφανα θα σχηματίσει το σημείο του σταυρού στο μέτωπο του γαμπρού και της νύφης πριν τα τοποθετήσει στα κεφάλια τους. Το ζευγάρι ασπάζεται τα στέφανα και ο κουμπάρος θα τα αλλάξει τρεις φορές. Τα στέφανα, οι νεόνυμφοι τα βάζουν στη στεφανοθήκη κοντά στα εικονίσματα, κι εκεί θα μείνουν μέχρι να γεράσει το ζευγάρι.

Όταν ο ιερέας διαβάζει τον Απόστολο, στο σημείο που αναφωνεί το γνωστό... "Η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα", οι καλεσμένοι βλέπουν με παιχνιδιάρικη διάθεση  τα πόδια των νεόνυμφων για να διαπιστώσουν αν η νύφη πάτησε το πόδι του γαμπρού, δηλώνοντας έτσι ότι δεν τον φοβάται και ότι έχει και εκείνη δύναμη και εξουσία. 

Το σημαντικότερο σημείο της τελετής του γάμου είναι οι βέρες όπου συμβολίζουν την ένωση των δύο ανθρώπων.  Ο ιερέας ευλογεί τις βέρες πάνω στο Ευαγγέλιο και έπειτα τις φοράει στο δάχτυλο του δεξιού τους χεριού.  Οι κουμπάροι ανταλλάσσουν τρείς φορές τις βέρες μεταξύ τους. Οι βέρες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Αρχαία Αίγυπτο. Αποτελούν σύμβολο ανεξάντλητης, αιώνιας αγάπης, αφού ο κύκλος ως σχήμα δεν έχει αρχή και τέλος. Η συνήθεια να φοριέται η βέρα στο τέταρτο δάκτυλο του αριστερού χεριού κατά τον αρραβώνα προέρχεται από την ρωμαϊκή εποχή και την αντίληψη ότι από εκεί περνούν οι φλέβες που συνδέονται με την καρδιά.

Από τις πιο ευχάριστες στιγμές του γάμου είναι η ρήψη ρυζιού στους νεόνυμφους στο ‘’χορό του Ησαΐα’’. Σύμφωνα με την παράδοση το ρύζι  επειδή αυξάνεται γρήγορα και υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες συμβολίζει την γονιμότητα και θα εξασφαλίσει ευημερία στο νέο ζευγάρι. Γι αυτό και οι καλεσμένοι παρασύρονται με πάθος κάθε φορά στο ρίξιμο του ρυζιού, συνήθεια που μπορεί να είναι ευχάριστη αλλά που μπορεί να γίνει και αρκετά ενοχλητική. Ο Κυκλικός Χορός Καθοσιώσεως έχει πανάρχαιες ρίζες που ανάγονται στην αρχαία Ελλάδα όπου η νύμφη περιφέρονταν τρεις φορές γύρω από την οικογενειακή Εστία.

Μετά το τέλος του μυστηρίου οι νεόνυμφοι δέχονται τις ευχές των παρευρισκομένων. Η πιο διαδεδομένη ευχή είναι: «Να ζήσετε…». Όλοι οι καλεσμένοι παίρνουνε από μια μπομπονιέρα. Οι μπομπονιέρες είναι κουφέτα τυλιγμένα σε τούλι και έχουν ως σκοπό να γλυκάνουν και να ευχαριστήσουν τους καλεσμένους για την παρουσία τους. Ο αριθμός των κουφέτων σύμφωνα με τις προλήψεις πρέπει να είναι μονός, συνήθως πέντε, γιατί το ζευγάρι από δύο ξεχωριστές οντότητες γίνεται ένα (ο ζυγός αριθμός διαιρείται, άρα οδηγεί σε χωρισμό), ενώ στη βάφτιση επιλέγεται ζυγός αριθμός κουφέτων, γιατί το παιδάκι θα αναζητήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του το σύντροφό του. 


ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Μετά την εκκλησία οι καλεσμένοι συγκεντρώνονται στην πλατεία, συνήθως, του χωριού, για το μεγάλο γλέντι του γάμου. Όλο το χωριό είναι υποχρεωμένο, στα πλαίσια της αμοιβαιότητας, να βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορεί στη διοργάνωση του γλεντιού.  

Τεράστιες τάβλες έχουν τοποθετηθεί από νωρίς, φροντίζοντας στο κέντρο της πλατείας να υπάρχει ελεύθερος χώρος για τους χορευτές.  Για τους οργανοπαίκτες στήνεται μια πρόχειρη «εξέδρα», ώστε να είναι ορατοί από όλους.

Οι νεόνυμφοι ανοίγουν πρώτοι το χορό με το τραγούδι «Σήμερα γάμος γίνεται…». Ακολουθεί ολονύχτιο γλέντι με φαγητό, κρασί και χορό μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Πρώτα σερβίρεται στους καλεσμένους το παραδοσιακό φαγητό στους γάμους, το ικαριώτικο ‘’γαμοπίλαφο’’. Μαγειρεύεται σ’ ένα τεράστιο καζάνι και συνίσταται σε κρέας γίδας με πιλάφι, πασπαλισμένα με πολύ αλάτι και πιπέρι. Τρώγεται πάντα ζεστό και συνοδεύεται από μεγάλη ποσότητα κόκκινου κρασιού. Το ‘’γαμοπίλαφο’’ εισήχθη στα νησιά του Αιγαίου (κυρίως στην Κρήτη) από τους Βενετούς και προσφέρεται στους παραδοσιακούς γάμους για ευγονία και πλούτο (συμβολισμός του ρυζιού). Σε όλη τη διάρκεια του γλεντιού συνεχίζουν να κερνούν τους καλεσμένους και άλλους μεζέδες (χοιρινό κρέας, κοτόπουλο, κεφτέδες κ.ά.) «για να ξενυστάξουν». Το κρασί, εννοείται, ότι ρέει άφθονο, αφού αποτελεί βασικό παράγοντα για να «έχει κέφι» ο γάμος.

Κατά τη διάρκεια του γλεντιού οι παρευρισκόμενοι χτυπούν τα πιρούνια στα πιάτα και στα ποτήρια ως σινιάλο για να φιλήσει ο γαμπρός τη νύφη. Αλίμονο στο γαμπρό που θα τολμήσει να αψηφήσει τη θορυβώδη ετυμηγορία του πλήθους!

Ο βιολιτζής είναι ο άνθρωπος που με τη μαστοριά του θα απογειώσει το γλέντι του γάμου. Σαν τραβά δοξαριά ο κόσμος γίνεται μια χορδή που πάλλεται, δονείται και χορεύει μέχρι πρωίας. Χορεύει ασταμάτητα, ακούραστα, αξεδίψαστα. «Ο βιολιτζής καίει την ψυχή του με το όργανο. Παίζει με μάτια, με χέρια, με όλο του το κορμί. Σηκώνεται όρθιος, με το δοξάρι σαν ξίφος, βουκεντρίζει, ξεσκεπάζει το καμουφλαρισμένο ταμπεραμέντο του Καριώτη… Όταν χορεύει ο Καριώτης ξαναγεννιέται, ξαναζώνεται τ’ άρματα. Με τις κινήσεις του αναπαριστά τον έρωτα, τα μυστήρια της φύσης, τη ζωή πάνω στο βράχο του: άλλοτε σκυφτός με βήματα διστακτικά που μόλις και ξεκολλούν από τη γη κι άλλοτε λεύτερος με το κορμί του σαν σαΐτα, εκτοξεύεται στα ύψη» .

Ο ικαριώτικος χορός παίζεται τις περισσότερες φορές στο γλέντι του γάμου. Χορεύεται απ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, άντρες και γυναίκες. Η μακριά αλυσίδα που σχηματίζεται από τα κορμιά των χορευτών ποτέ δεν έχει αρκετό χώρο για να ξεδιπλωθεί εντελώς, ωστόσο πάντα οι χορευτές δίνουν τη δυνατότητα στον πρώτο χορευτή να εκτελέσει τις φιγούρες του. Εκτός από τους γνωστούς στίχους του ικαριώτικου χορού (έχουν αποδοθεί επιτυχημένα από τον Γιάννη Πάριο), μια άλλη παραλλαγή που τραγουδιέται και αρέσει ιδιαίτερα στο κοινό είναι το ‘’Δως του πέρα’’:                                 

  «Πέρα στου χωριού τη βρύση

τον καριώτικο έχουν στήσει

και χορεύουν κοπελούδια

σαν τα δροσερά λουλούδια


Δώσ’ του, δώσ’ του πέρα

δώσ’ του φουστανιού σου αέρα


Δώσ’ του, δώσ’ του ν' ανεμίσει

κι ο χορός να νοστιμίσει.


Τον καριώτικο χορό

πως τον αγαπώ εγώ


να χορεύω με χαρά

δίπλα σ' όμορφη κυρά


να καεί το πελεκούδι

με καριώτικο τραγούδι

χόρεψε πανάθεμά σε

τα τακούνια μη λυπάσαι


δώσ’ του, δώσ’ του και ας πάει

τούτη η γη θα μας εφάει


τούτη η γη που την πατούμε

ούλοι μέσα θε να μπούμε


τούτη η γη με τα λουλούδια

τρώει νιούς και κοπελούδια.


Δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του πέρα

δώσ’ του φουστανιού σου αέρα


Κόρην είχα να παντρέψω

Και επήα να μαερέψω.


Δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του πέρα

δώσ’ του φουστανιού σου αέρα.


Δώσ’ του, δώσ’ του ν' ανεμίσει

κι ο χορός να νοστιμίσει».

  Εκτός από τον ικαριώτικο χορό, στους γάμους παίζονται ο νησιώτικος μπάλος (χορεύεται με μαντήλι), ο ζεϊμπέκικος, τα τσιφτετέλια, αλλά και οι λεγόμενοι ευρωπαϊκοί χοροί (ταγκό και βαλς) για τους πιο ηλικιωμένους.

Μοναδικό και εντελώς αστείο είναι το έθιμο που υποχρεώνει το γαμπρό να φάει τη γραβάτα του! Στο τέλος της νύχτας, κουμπάροι και φίλοι βγάζουν τη γραβάτα του γαμπρού, για να του τη σερβίρουν αργότερα ως ορεκτικό! Κομμένη σε μικρά κομματάκια και κρυμμένη στη νοστιμιά του τζατζικιού ή της ρώσικης σαλάτας, η γραβάτα αποτελεί το τελευταίο πιάτο της νύχτας, το οποίο ο γαμπρός αφού το δοκιμάσει υποχρεωτικά, κυνηγάει τους εναπομείναντες καλεσμένους ταΐζοντάς τους έναν-έναν. 

Στις πρώτες πρωινές ώρες, όταν οι πιο ηλικιωμένοι έχουν αποχωρήσει, το αποκορύφωμα του κεφιού επισφραγίζεται με το χορό «Πώς το τρίβουν το πιπέρι;».


Πώς το τρίβουν το πιπέρι;

Πώς το τρίβουν το πιπέρι

του διαβόλου οι καλογέροι;


Πώς το τρίβουν το πιπέρι;

Πώς το τρίβουν το πιπέρι

Καλογριές και καλογέροι;


Με το γόνατο το τρίβουν.

Με το γόνατο το τρίβουν

και το ψιλοκοπανίζουν.


  Με την  μύτη τους το τρίβουν.

Με την μύτη τους το τρίβουν

και το ψιλοκοπανίζουν.


Με τη γλώσσα τους το τρίβουν.

   Με τη γλώσσα τους το τρίβουν

και το ψιλοκοπανίζουν.


Με τον κώλο τους το τρίβουν.

Με τον κώλο τους το τρίβουν

και το ψιλοκοπανίζουν.

Οι καλεσμένοι με πρώτο το γαμπρό, μεθυσμένοι από το κρασί και πιασμένοι χέρι- χέρι,  χορεύουν το τραγούδι, κάνοντας αυτό που ορίζει ο κάθε στίχος. Προσπαθούν, δηλαδή, να τρίψουν το πιπέρι με το ανάλογο μέρος του σώματος, πέφτοντας στο πάτωμα. Ένας από τους χορευτές στέκει όρθιος με τη ζώνη του γαμπρού στα χέρια τιμωρώντας με άφθονες ‘’βουρδουλιές’’ όποιον δεν υπακούει στους στίχους του τραγουδιού ή αργεί να εκτελέσει τις κινήσεις, μην κάνοντας εξαιρέσεις σε άντρες και γυναίκες. Είναι εύκολο να υποψιαστεί κανείς ότι ο γαμπρός, είτε εκτελεί πρόθυμα τις κινήσεις είτε όχι, θα αρπάξει τις περισσότερες ‘’λουρικιές’’.

Και του ‘’γαμπρού τα πάθια’’, όπως μπορεί άνετα να ονομαστεί ο ικαριώτικος γάμος, συνεχίζονται με το ‘’μουτζάλωμα’’. Στο τέλος του γάμου, ο γαμπρός χορεύει μέσα στο καζάνι στο οποίο έχει φτιαχτεί το γαμοπίλάφο!



Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΝΕΟΝΥΜΦΩΝ ΣΤΟ ΝΕΟ ΤΟΥΣ ΣΠΙΤΙ

Κατά τις πρωινές ώρες, οι νεόνυμφοι επιτέλους επιστρέφουν στο νέο σπιτικό τους. Ο γαμπρός πρέπει να σηκώσει την νύφη για να την βάλει στο σπίτι, πρώτον για να μην παραπατήσει και σκοντάψει (θεωρείται γρουσουζιά να σκοντάψει στο κατώφλι του σπιτιού) και δεύτερον για να καταλάβει καλά ποιος θα σηκώνει από εδώ και πέρα τα οικογενειακά βάρη.


ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΑΜΟ

Σύμφωνα με τις παλιές προλήψεις και λαϊκές δοξασίες των ικαριωτών για κακοτυχία στο γάμο:

- Δεν παντρεύονταν το δίσεκτο χρόνο.

- Οι γάμοι έπρεπε να γίνονται τις ζυγές μέρες του μήνα.

- Τον ίδιο χρόνο δεν επιτρέπεται να παντρευτούν δύο αδέρφια (πίστευαν ότι ο ένας εκ των δύο γάμων ‘’δε θα προκόψει’’).

- Δεν παντρεύονταν τη Σαρακοστή της Παναγίας και το Δεκαπενταύγουστο.

- Ορφανός ή ορφανή δε γινόταν ποτέ παράγαμπρος ή παράνυφη.

- Όταν είχε ‘’χασοφεγγαριά’’ απέφευγαν τους γάμους.

- Πρόσεχαν, ιδιαιτέρως, κατά την τέλεση του μυστηρίου, να μην κάνουν κόμπο σε μαντήλι οι παρευρισκόμενοι, διότι πιστεύεται ότι «δένεται» το αντρόγυνο.

- Η βροχή κατά την διάρκεια της τελετής πίστευαν πως θα φέρει ευτυχία, ενώ αν φυσάει βοριάς η νύφη θα γεννήσει αγόρι.

 

.




Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ της Κικής Δημουλάς



  Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τά λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη νά σωπαίνει
— ἔχει μεγάλη πείρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νά σταθοῦμε στό πλευρό
5 τοῦ ἀνώφελου.
Σιγά-σιγά νά ξαναβρεῖ τό λέγειν της ἡ μνήμη
νά δίνει ὡραῖες συμβουλές μακροζωίας
σέ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.

Ἄς σταθοῦμε στό πλευρό ἐτούτης τῆς μικρῆς
10 φωτογραφίας
πού εἶναι ἀκόμα στόν ἀνθό τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θά πεῖς
καί ποῦ δέν ἦταν τότε θάλασσα.
 
(Χαῖρε ποτέ, 1988)

1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
     Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Χαρε ποτέ που εκδόθηκε το 1988, λίγο μετά από το θάνατο του συζύγου της Άθω Δημουλά. Η συλλογή που αποτελείται από 49 ποιήματα τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το ποίημα ‘’Κονιάκ μηδέν αστέρων’’ είναι το προτελευταίο της συλλογής. Ο πρωτότυπος τίτλος του παραπέμπει σε ένα δυνατό ποτό (κονιάκ πέντε αστέρων) που με το πέρασμα του χρόνου έχασε τη δυνατή γεύση του(τα αστέρια δηλώνουν την περιεκτικότητά του σε οινόπνευμα) με αποτέλεσμα να ξεθυμάνει(μηδέν αστέρων).

ΚΥΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
·        Τα κύρια θεματικά μοτίβα της συλλογής είναι η απουσία, η φθορά του χρόνου, η μοναξιά και ο θάνατος.
·        Στη συλλογή Χαρε ποτέ «επικοινωνείς άμεσα με το προσωπικό άλγος της ποιήτριας, που σου υποβάλλεται υπόγεια. Ο τρόπος, ιδιότυπος και απόλυτος δικός της, αναπαλαιώνει τη φθαρμένη θεματική του πένθους[…] Το αίσθημα ,όμως, δεν ολισθαίνει στην αισθηματολογία»[1].
·        Η Δημουλά παρουσιάζει  τις αθέατες όψεις της ζωής μας, «και όμως τόσο παρούσες στην πεπερασμένη ανθρώπινη καθημερινότητα, χωρίς να διστάζει να τις απογυμνώσει εντελώς από κάθε μύθο και να τις σαρκάσσει αυτοσαρκαζόμενη ταυτόχρονα»[2].
·        « Η μέθεξη του αναγνώστη πραγματοποιείται μέσα από λεπτομέρειες ‘’ασήμαντες’’[…]Μέσα από παρατηρήσεις καθημερινότητας, εκπορθεί τη συγκίνησή μας»[3].


2. ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

ΕΝΟΤΗΤΕΣ-ΔΟΜΗ
     Το ποίημα χωρίζεται σε δύο ενότητες με βάση τα χρονικά επίπεδα(παρόν- παρελθόν) και την ψυχική κατάσταση του ποιη- τικού υποκειμένου.
Α’ ΕΝΟΤΗΤΑ (στίχοι 1-8): Η θλίψη και το πένθος για τον
[Παρόν, γηρατειά,              ‘’ανώφελο’’ ‘’χαμό’’.
μοναξιά, θλίψη]                                              

Β’ ΕΝΟΤΗΤΑ (στίχοι 9-16): Η μνήμη ενός νεανικού έρωτα.
[Παρελθόν, νεότητα,
πληρότητα, ευθυμία]
      Οι δύο αντιθετικές ως προς το περιεχόμενό τους ενότητες συνδέονται μεταξύ τους από την παρουσία στο ποίημα μιας φωτογραφίας(σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν), η οποία θα αναγκάσει τη μνήμη ‘’να ξαναβρεί το λέγειν της’’. Το ποιητικό υποκείμενο στενάζοντας(‘’δάκρυα’’) κάτω από το πένθος(‘’χαμός’’, ‘’σε ό,τι έχει πεθάνει’’) της απώλειας του έρωτα, επιστρέφει δραματικά, με όχημα τη μνήμη, στο ξέγνοιαστο(‘’ευθυμούσης’’) παρελθόν ενός νεανικού(‘’στον ανθό του μέλλοντός της’’)έρωτα(‘’αγκαλιασμένοι’’), όπως αυτό εντυπώθηκε σε μία μικρή φωτογραφία.

Η ΓΛΩΣΣΑ-ΤΟ ΥΦΟΣ
        Η Δημουλά χρησιμοποιεί μια τολμηρή και εκφραστική δημοτική. Κάποιες λέξεις από την καθαρεύουσα (καβαφικής προέλευσης) προσδίδουν στο ποίημα έναν ειρωνικό τόνο (λ.χ. ‘’ανωνύμως ευθυμούσης’’).
      Η γλώσσα της είναι ανατρεπτική, αλλά και εντυπωσιακά εναργής. « Η καταλληλότητα των λέξεων να επανδρώσουν το στίχο δεν προκύπτει από το τι εκφράζει η κάθε μία, αλλά από το πώς θα αντηχήσει εν ρυθμώ με τη διπλανή γειτόνισσά της λέξη»[4] (λ.χ. οι παρηχήσεις: ‘’ενώπιον ανωνύμως’’,  ‘’ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι’’ κ.ά.).
   Το ύφος του ποιήματος είναι μελαγχολικό και νοσταγλικό. Ο κουβεντιαστός και χαμηλόφωνος τόνος, η εξομολογητική   διάθεση, η λιτότητα και η αμεσότητα του λόγου κερδίζουν τον αναγνώστη. Ο λόγος της Κικής Δημουλά χαρακτηρίζεται από συνοπτική έκφραση, μουσικότητα και ικανότητα στο να αποκρυσταλλώνει συλλήψεις διανοητικές.
          Η Δημουλά «έφτασε στην κατάκτηση ενός ύφους υπερβολικά θελκτικού και τέλεια ζωηρού στις μεταφορικές του δυνατότητες […]Το αληθινό θέμα της, και μαζί και ο τρόπος της, υπήρξε ανέκαθεν η προσωποποιητική κίνηση της γλώσσας από τις έννοιες»[5].

Η ΑΦΗΓΗΣΗ
         Το ποίημα στο μεγαλύτερο μέρος του έχει τη μορφή μονολόγου. Η αφήγηση είναι ομοδιηγητική από ένα ποιητικό υποκείμενο που καταθέτει μια οδυνηρή εξομολόγηση ψυχής. Στην αφήγηση κυριαρχεί το γ’ πρόσωπο. Το τρίτο πρόσωπο βοηθά την ποιήτρια στην αποστασιοποίηση από το ‘’θερμό’’ βιωματικό υλικό(λ.χ. ‘’σιγά-σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη’’). Η αφήγηση της Δημουλά, όσο οδυνηρό και να ‘ναι το βίωμα, ποτέ δεν αναλύεται σε συναισθηματικούς λυρισμούς και θρηνωδίες.
     Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (λ.χ. ‘’Τώρα πρέπει να σταθούμε’’, ‘’ας σταθούμε…’’) ερμηνεύεται ως μια χωροχρονική μεταφορά, μέσω της μνήμης, του μοναχικού και πληγωμένου από την απουσία ποιητικού υποκειμένου(παρόν) στην εποχή της νεότητας όπου κυριαρχούσε η ερωτική πληρότητα, το Εμείς στη σχέση της. Η ποιήτρια υποβάλλει μια λυτρωτική για το ποιητικό υποκείμενο  σύγχυση μεταξύ της πραγματικότητας(μοναξιά, πένθος) και της αναπόλησης (πληρότητα, έρωτας), κατορθώνοντας να φθάσει σε μία ιδιότυπη υποβολή, υποβάλλοντας και τον αναγνώστη στον οραματισμό της.
     Στη συνέχεια απευθύνεται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο (‘’Θα πεις’’), σε μια ψευδαίσθηση ενός φανταστικού διαλόγου, στον απόντα ερωτικό σύντροφο, βοηθώντας τον αναγνώστη να κατανοήσει τη σύγχυση που προκάλεσε η ένταση της ανάκλησης (φωτογραφία, κινητοποίηση της μνήμης) στο διανοητικό και ψυχικό κόσμο του ποιητικού υποκειμένου. Το β’ πρόσωπο τονίζει και μεγεθύνει την παγερή μοναξιά που νιώθει η ποιήτρια και την ανάγκη της να επικοινωνήσει με ένα νοερό «εσύ».

Η ΕΙΚΟΝΟΠΟΙΙΑ
    Η Δημουλά σκιτσάρει τις εικόνες της ελλειπτικά με ασαφή περιγράμματα. Η βιωμένη πραγματικότητα παραμορφώνεται από τη συναισθηματική φόρτιση και συγκίνηση. Οι εικόνες της προβάλλουν πάντα τη συναισθηματική της κατάσταση. Η ποίησή της είναι προσωποποιητική, αφού τα άψυχα αντικείμενα(λ.χ. ‘’η μικρή
φωτογραφία είναι στον ανθό του μέλλοντός της’’), ακόμα και οι έννοιες ζωντανεύουν και συμμετέχουν στη διαμόρφωση της μοίρας των προσώπων (λ.χ.‘’Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει’’).
   Ιδιαίτερο ρόλο στην εικονογραφία του ποιήματος κατέχει η παλιά μικρή φωτογραφία, αφού αυτή είναι που κινητοποιεί τη μνήμη και οδηγεί στην οδυνηρή ονειροπόληση την ποιήτρια. Η φωτογραφία  αποθανατίζει ένα νεαρό (‘’στον ανθό του μέλλοντος’’) ερωτευμένο ζευγάρι σε στάση τρυφερού, αν και κάπως ντροπαλού-σύμφωνα με τα ήθη της εποχής (‘’λιγάκι’’) εναγκαλισμού (‘’αγκαλιασμένοι’’) σε κάποια ακρογιαλιά της Ελλάδας. Οι δύο νέοι χαμογελούν ευτυχισμένα (‘’ευθυμούσης’’) απολαμβάνοντας τον έρωτά τους και την καλοκαιρινή ραστώνη. Η φρεσκάδα και η έξαψη της νεότητάς τους δεν τους επιτρέπει να φανταστούν ότι ο έρωτάς τους είναι ‘’ανώφελος’’, αφού κάποτε θα ‘’ξεθυμάνει’’ από τη φθορά του χρόνου ή του θανάτου.
  
ΤΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ
     Κύριο χαρακτηριστικό στην ποίηση της Κικής Δημουλά είναι η προσωποποιητική κίνηση της γλώσσας. Παρατηρούμε στο ποίημα τον ανθρωπομορφισμό  πολλών άψυχων και αφηρημένων διανοητικών εννοιών, οι οποίες «δίνονται στον αναγνώστη για να ονομάσει τη μοίρα του, σ’ ένα διάλογο μ’ αυτές σαν να ήταν υπαρκτά, ζωντανά όντα. Οι έννοιες στην ποίησή της φορούν μάσκες ηρώων και ηρωίδων […], αποτελώντας πρόσωπα που μετέχουν ενεργά στο πεπρωμένο του ποιητή με τη ζωή του οποίου τα συνδέει το ρήμα, συνθέτοντας ένα πυκνοκατοικημένο κόσμο, ανοιχτό στην αλληγορία»[6] .
      Οι έννοιες που προσωποποιούνται στο ποίημα είναι:
α) η τάξη και η αταξία (‘’Όταν μιλάει η αταξία… να σωπαίνει’’),
β) το ανώφελο (‘’Τώρα πρέπει… του ανώφελου’’) και
γ) η μνήμη (‘’Σιγά- σιγά να ξαναβρεί… η μνήμη’’).
     Υπόσταση υποκειμένου αποκτούν επίσης στο ποίημα:
-         τα δάκρυα (‘’τα λόγια των δακρύων’’),
-         ο χαμός= η απώλεια (‘’έχει μεγάλη πείρα ο χαμός’’) και
-         η φωτογραφία (‘’στο πλευρό ετούτης… στον ανθό του μέλλοντός της’’).
      Το αισθητικό αποτέλεσμα που πηγάζει από την προσωποποιητική λειτουργία της   γλώσσας με τις έννοιες είναι η κατάκτηση ενός λυρικού ύφους «υπερβολικά θελκτικού και τέλεια ζωηρού στις μεταφορικές του δυνατότητες»[7].
         Ο αναγνώστης αναγνωρίζει στην ανθρωπομορφική ποίηση της Δημουλά «ένα σύμπαν τόσο οικείο, φτιαγμένο από καθημερινά υλικά, και την ίδια στιγμή τόσο φανταστικό και εξωπραγματικό ώστε να μπορεί να χαρίζει όνειρα και ελπίδες και γεύσεις ζωής. Κι όλα αυτά με έναν τρόπο που πολύ απέχει από ρομαντισμούς και πλαστές ευαισθησίες»[8].
     Αλλά και τα υπόλοιπα σχήματα λόγου αποτελούν σύνεργα της ποιητικής φωνής της Δημουλά στην προσπάθειά της να δημιουργήσει μία εντελώς πρωτότυπη ποίηση, απελευθερώνοντας συνειρμούς που ειδάλλως θα παρέμεναν δέσμιοι της εκφραστικής συμβατότητας.
       Στο ποίημα επισημαίνουμε τις μεταφορές ( ‘’στο πλευρό του ανώφελου’’, στο πλευρό… φωτογραφίας’’, ’’στον ανθό του μέλλοντός της’’), τη μετωνυμία (‘’ευθυμούσης παραλίας’’ αντί ευθυμούντων θαμώνων της παραλίας), το οξύμωρο και ειρωνεία (‘’ η μνήμη να δίνει… σε ό,τι έχει πεθάνει’’), τα υπερβατά (‘’Σιγά-σιγά… η μνήμη’’, ‘’νέοι… αγκαλιασμένοι’’),τις επαναλήψεις (‘’Σιγά-σιγά’’,’’ να σταθούμε στο πλευρό’’), τις παρηχήσεις (’’ενώπιον ανωνύμως’’,  ‘’ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι’’ κ.ά.), την αντίθεση(‘’Όταν μιλάει… να σωπαίνει’’), το ασύνδετο (‘’Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος’’) και τα απροσδόκητα ζεύγη (‘’στον ανθό του μέλλοντός της’’, ‘’ευθυμούσης παραλίας’’).

ΜΕΤΡΙΚΗ
    Στο ποίημα εντοπίζουμε τα κυριότερα χαρακτηριστικά της νεωτερικής ποίησης: i. τον ελεύθερο στίχο,ii. την αναγωγή της καθημερινής ομιλίας στον ποιητικό λόγο, iii. τη χαλάρωση της λογικής ακολουθίας που διέπει κάθε παραδοσιακό ποίημα, iv. την αμφισημία, την κρυπτικότητα στο μήνυμα, στο νόημα του ποιήματος και v. την πυκνότητα του λόγου .
Για την ανάλυση των παραπάνω χαρακτηριστικών δες στην Εισαγωγή για την ποιητική της Κικής Δημουλά.

3. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
    Ο πρωτότυπος τίτλος του παραπέμπει σε ένα δυνατό ποτό (κονιάκ πέντε αστέρων) που με το πέρασμα του χρόνου έχασε τη δυνατή γεύση του(τα αστέρια δηλώνουν την περιεκτικότητά του σε οινόπνευμα) με αποτέλεσμα να ξεθυμάνει (μηδέν αστέρων). Ο τίτλος συσχετίζεται εύκολα με το περιεχόμενο του ποιήματος. Το δυνατό ποτό ήταν ο νεανικός έρωτας του ποιητικού υποκειμένου, ένα αίσθημα υπέροχο, μεθυστικό, σφοδρό, γεμάτο από ερωτικό πάθος και εκστατική πληρότητα. ‘’Σιγά-σιγά’’ ,όμως, το ερωτικό πάθος, μαράζωσε, εξασθένησε, εξαντλήθηκε με αποτέλεσμα να μοιάζει με ‘’κονιάκ μηδέ αστέρων’ ’(ξεθυμασμένος έρωτας). Η ποιήτρια μας διδάσκει μέσα από το πένθος για την απώλεια του έρωτα, πως στη ζωή ό,τι ξεκινά με σφοδρότητα και πάθος είναι καταδικασμένο νομοτελειακά ( η φθορά του χρόνου, ο θάνατος) να ξεθυμάνει και να φθαρεί.

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
     Πολλά ποιήματα της Κικής Δημουλά κτίζονται πάνω στο έδαφος της απώλειας του αγαπημένου προσώπου. Το ποιητικό υποκείμενο σε ώριμη ηλικία (‘’έχει μεγάλη πείρα ο χαμός’’) στενάζει και οδύρεται (‘’τα λόγια των δακρύων’’) από το πένθος για το ‘’χαμό’’, την απώλεια, του νεανικού της έρωτα. Δεν διευκρινίζεται από την ποιήτρια αν η απώλεια οφείλεται σ’ ένα ξαφνικό, θάνατο (το ποίημα γράφηκε λίγα χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου της) ή απλώς ο  νεανικός έρωτας υπέστη την ανελέητη φθορά του χρόνου. Και στις δύο περιπτώσεις (θάνατος ή χωρισμός) η αναπάντεχη απώλεια του έρωτα έχει αναστατώσει τον ψυχικό της κόσμο (‘’Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει’’). Δεν είναι η πρώτη φορά που βιώνει έναν ερωτικό χωρισμό (‘’Έχει μεγάλη πείρα ο χαμός’’). Ωστόσο, αυτός είναι καθοριστικός για τη ζωή της, αφού βρίσκεται σε μια οριακή ηλικία για να ερωτευτεί ξανά (‘’ανώφελο’’). Αναρωτιέται, απορεί, φιλοσοφεί απέναντι στο ‘’ανώφελο’’ και το ακατάληπτο της ζωής (‘’Όταν μιλάει η αταξία’’).
     «Το ποιητικό σύμπαν της Δημουλά είναι φορτισμένο με εξαιρετικές συγκινήσεις ενώ η ίδια ποτέ δεν σταματά να «υμνεί», να «συνομιλεί», να «εξορκίζει» την απουσία. Το κενό. Την αποχώρηση. Δεν μιλά για θάνατο όμως ο θάνατος είναι παρών, είναι μέρος της καθημερινότητας»[9].

Η  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
    Το ποιητικό υποκείμενο μέσα στο βίαιο εκχύλισμα του πάθους του θρυμματίζει και κομματιάζει τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η στατικότητα του χρόνου. Στέκεται μπροστά σε μία παλιά φωτογραφία όπου απεικονίζει το πρόσωπο που γλύκανε τη νεανική της ψυχή με την τρυφερότητα  και τη ζεστασιά της ερωτικής πληρότητας (‘’νέοι-αγκαλιασμένοι’’). Η νοσταλγία της ποιήτριας μυθοποιεί τον αγαπημένο της, προσδίδοντας αθωότητα και αγνότητα στο νεανικό πάθος που έζησε μαζί του (‘’λιγάκι αγκαλιασμένοι’’-συστολή, ντροπή σύμφωνα με τα ήθη της εποχής).
        Στο ποιητικό σύμπαν της Κικής Δημουλά ένα εξωτερικό ερέθισμα (η φωτογραφία) κινητοποιεί τη μνήμη (‘’Σιγά-σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη’’). Η μνήμη είναι μια ατομική, βιωματική λειτουργία. Είναι η ενθύμηση παλαιότερων παραστάσεων, η ανάμνηση των εντυπώσεων του παρελθόντος. Εδώ η ποιήτρια «μ’ ένα ανυποχώρητο πάθος ζωής, επιμένει να βρίσκεται συνεχώς και ακάλυπτη στη γραμμή του πυρός της μνήμης, επισημαίνοντας διαψεύσεις και αναξέοντας πρόσκαιρα επουλωμένες πληγές»[10]. Η μνήμη εμφανίζεται όταν το παρόν είναι βασανιστικό (απώλεια του έρωτα) και το μέλλον προβλέπεται ζοφερό (‘’ανώφελο’’). Έρχεται σαν απολογισμός ζωής, «σαν ένα καταστάλαγμα και κοίταγμα προς το παρελθόν»[11] .Το κοίταγμα όμως προς το παρελθόν με τις ευτυχισμένες στιγμές, τη μέθεξη του έρωτα, τα όνειρα και τις επιθυμίες  προξενεί στο ποιητικό υποκείμενο μια οδυνηρή, πονεμένη θλίψη. Η μνήμη, μέσω της παλιάς φωτογραφίας, ‘’δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας σε ό,τι έχει πεθάνει’’. Ανασταίνει, ζωντανεύει (‘’μακροζωίας’’) το παρελθόν (‘’σε ό,τι έχει πεθάνει’’) και κάνει τον άνθρωπο μέσα από τον πόνο και την οδύνη πιο ώριμο(‘’δίνει συμβουλές’’) και πεπειραμένο (‘’έχει μεγάλη πείρα ο χαμός’’). Αυτή η οδυνηρή πείρα ,σύμφωνα με τις αρχές της υπαρξιακής φιλοσοφίας, προέρχεται από τη γνώση της αστάθειας (‘’Όταν μιλά η αταξία’’) και του παρακεκινδυνευμένου της ανθρώπινης ύπαρξης.                                                   
« Η φωτογραφία είναι από τα κύρια θέματα της Κ.Δ. Και πως θα γινόταν αλλιώς; Κάθε φωτογραφία, και η πιο ταπεινή, είναι η παρουσία μιας απουσίας. Και η ποίηση της Δημουλά, ως ποίηση του μη όντος, όλο γύρω στην απουσία τριγυρίζει. Τα "όσα έχουν πεθάνει" μπορεί να μην υπάρχουν όλα σε φωτογραφία - αλλά όσα υπάρχουν σε φωτογραφία, έχουν σίγουρα πεθάνει. Η στιγμή πεθαίνει στο στιγμιότυπο. Η φωτογραφία είναι παγωμένο παρελθόν. Σύμβολο μνήμης: η ίδια η μνήμη τυπωμένη στο χαρτί»[12].
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
    Η μνήμη του ποιητικού υποκειμένου δυσκολεύεται να προσδιορίσει με ακρίβεια τον τόπο όπου έχει τραβηχτεί η παλιά φωτογραφία (Είναι μήπως ‘’το Ναύπλιο;… η Εύβοια;… η Σκόπελος;’’). Άλλωστε η ‘’ανώνυμη’’ ακτή δεν έχει και μεγάλη σημασία. Εκείνο που αξίζει είναι το ερωτικό πάθος, οι αλησμόνητες στιγμές της πληρότητας και της ζεστασιάς ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους νέους. Το θαλασσινό σκηνικό την αφήνει αδιάφορη, αφού τότε, στην ηλικία  της νεότητας, παντού δίπλα της υπήρχε θάλασσα.
Η ‘’θάλασσα’’ στο ποίημα συμβολίζει:
- τη νεότητα (η ρευστότητα, η ορμητικότητα, η ανανέωση συνάδουν με την ψυχοσύνθεση των νέων ανθρώπων
- την ερωτική μέθεξη (γοητεία της θάλασσας και του  καλοκαιριού, ξύπνημα του ερωτικού ενστίκτου, του νεανικού σφρίγους )
- το άγνωστο, την περιπέτεια, τη μαγεία του ταξιδιού.
- την ευδαιμονία, τη χαρά και την ξεγνοιασιά της νεότητας, τη φρεσκάδα, την ελπίδα για το μέλλον, τη νεανικότητα του καινούργιου.
-  την ενατένιση, την ονειροπόληση, τη φαντασία,
- την απόλυτη ελευθερία, τη ζωή χωρίς όρια και δεσμεύσεις, την εκρηκτική επαναστατικότητα,
Η ζωή ‘’χωρίς θάλασσα’’ συμβολίζει:
- την απόγνωση των γηρατειών,
- την οδύνη της ερωτικής στέρησης και της μοναξιάς,
- τον ορθολογισμό της πείρας που ωρίμασε μέσα από συνεχείς διαψεύσεις και  αποτυχίες,
- την αγωνία της φθοράς και το υπαρξιακό άγχος,
- τη μελαγχολία του οριοθετημένου, του τετελεσμένου που δεν αφήνει περιθώρια για όνειρα και ενθουσιασμό, τη δυσπιστία απέναντι στο καινούργιο,
- το μελαγχολικό σκεπτικισμό και την ενδοσκόπηση.

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
   Η Κική Δημουλά «σκαλίζει βασανιστικά το δικό της εσωτερικό κόσμο εναποθέτοντας στο στίχο της τις πιο μύχιες στιγμές της, γυμνές τις αλήθειες της, χωρίς περικοπές […] Χρειάζεται τόλμη για να αποτιμάς ενώπιον όλων την τυχαία σου μοίρα, τις προσδοκίες, τα διαλείμματα χαράς- έρωτα, τις διαψεύσεις, τις απώλειες, τους φόβους, χωρίς να αναλύεσαι σε συναισθηματικούς λυρισμούς ή θρηνωδίες- αλλά να υψώνεις το συγκεκριμένο πάθος σε στοχασμό, που να διατηρεί όμως ακέραιο την ένταση του αρχικού βιώματος»[13].

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1.   Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Ο τίτλος του ποιήματος, σ. 6.
2.   Δες στην Τεχνική του ποιήματος: Η Εικονοποιία (2η παράγραφος), σ. 4.
3.   Δες στην Τεχνική του ποιήματος: Τα Σχήματα λόγου: Η προσωποποιητική κίνηση της γλώσσας της Κικής Δημουλά, σσ.4-5.
4.   Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Το σύμβολο της Θάλασσας, σσ. 8-9.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
1.   Τα πάθη της βροχής της Κικής Δημουλά (Δες στο σχολικό βιβλίο σσ. 98-99.

2.  Φωτογραφία 1948 της Κικής Δημουλά
Κρατώ λουλούδι μάλλον
Παράξενο.

Φαίνεται από την ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
3.    Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι για αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνεται από την ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
4.    Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνεται από την ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
5.    Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνεται από την ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
6.    Η σκιά μου παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνεται από την ζωή μου
πέρασε επάρκεια κάποτε.
7.    Συ δεν φαίνεσαι.
8.    Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο
για να έχω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου να’ ναι έρχεσαι.
Φαίνεται από την ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.

3. Υποκατάστατο της Κικής Δημουλα
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ
Σκορπίζουν
των δακρύων οι μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη και παρόν
ψάχνουν να κρυφτούν από τη διαύγεια τους.
Αραιά και που καμιά τουφεκιά
πότε από κείνο το ευκρινές
χαράκωμα ή λύπη πότε από αμυδρότερο.
Στρατηγική να δείξει τάχα

ότι έρχονται ενισχύσεις. Ας παραδοθεί.
Έχει σχεδόν επικρατήσει ή φωτογραφία σου.
Εξαπλώθηκε όπου βρήκε άμαχη επιφάνεια
αποδεκατισμένη αίσθηση πρόθυμη για γαλήνη.
Ανεμίζει στων βλεμμάτων τα υψώματα
όχι σαν έθιμο αδρανές μελαγχολικό
μα ως γενναίος συκοφάντης της απώλειας σου.
Μέρα τη μέρα πείθει πώς τίποτα δεν άλλαξε
Ότι ήσουν πάντα έτσι, από χαρτί
εκ γενετής φωτογραφία σε συνάντησα
ανέκαθεν πώς έτσι σ' αγαπούσα γυρολόγα
από εικόνα σε απεικόνιση

κι από απεικόνιση σε εικόνα σου αρκέστηκα.
Μνήμη και παρόν πρέπει να κρυφτούν
από τη διαύγεια τους.
Αραιά και που καμιά τουφεκιά αμυδρή
μαρτυρία υπέρ σου ή λύπη
ας παραδοθεί.
Ό μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε

είναι ή απουσία μας.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
1.     Πώς συσχετίζεται ο τίτλος του ποιήματος με το περιεχόμενό του;
2.     Να χωρίσετε το ποίημα σε ενότητες και να δώσετε έναν πλαγιότιτλο σε κάθε μία. Πώς συνδέονται μεταξύ τους;
3.     Σε τι συνίσταται η ιδιομορφία της γλώσσας της Κικής Δημουλά στο εξεταζόμενο ποίημα;
4.  « Το ύφος της Κικής Δημουλά είναι υπερβολικά θελκτικό και τέλεια ζωηρό στις μεταφορικές του δυνατότητες». Συμφωνείτε με την παραπάνω διαπίστωση; Η απάντησή σας να στηρίζετε σε χωρία του κειμένου;
5.     Πώς δικαιολογείται η χρήση του τρίτου προσώπου στην αφήγηση;
6.     Τι υποδηλώνει η μετάβαση από το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο στο β’ ενικό πρόσωπο στους στίχους 9-16;
7.     Πώς λειτουργούν οι εικόνες στο ποίημα Κονιάκ μηδέν αστέρων;
8.     Τι νομίζετε ότι αποθανατίζει η παλιά φωτογραφία στο ποίημα;
9.     Ποιος, κατά τη γνώμη σας, είναι ο ρόλος της μικρής φωτογραφίας στο εξεταζόμενο ποίημα;
10.   «Κύριο χαρακτηριστικό στην ποίηση της Κικής Δημουλά είναι η προσωποποιητική κίνηση της γλώσσας». Συμφωνείτε με το παραπάνω σχόλιο; Αιτιολογείστε την απάντησή σας.
11.    Να αναζητήσετε στο ποίημα τις πιο ευρηματικές προσωποποιήσεις αφηρημένων εννοιών.
12.      Ποιο αισθητικό αποτέλεσμα δημιουργούν οι προσωποποιημένες έννοιες στο ποίημα;
13.  Με ποιο τρόπο, κατά τη γνώμη σας, προσλαμβάνει ο αναγνώστης την ανθρωπομορφική ποίηση της Κικής Δημουλά;
14.    Με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται το αίσθημα της απώλειας στο εξεταζόμενο ποίημα;
15.    Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα που εντάσσουν το ποίημα στη νεωτερική ποίηση;
16.      Τι νομίζετε ότι διδάσκει ‘’η πείρα του χαμού’’ στο ποίημα; Στην  απάντησή σας να λάβετε υπόψη και τον τίτλο του ποιήματος;
17.      «Πολλά ποιήματα της Κικής Δημουλά κτίζονται πάνω στο έδαφος της απώλειας του αγαπημένου προσώπου». Η παραπάνω διαπίστωση ισχύει για το ποίημα Κονιάκ μηδέν αστέρων;
18.       Πώς ερμηνεύετε το νόημα του στίχου ‘’Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει’’;
19.       Ποια είναι η λειτουργία της μνήμης στο ποίημα;
20.    Πώς αντιλαμβάνεσθε το οξύμωρο σχήμα στους στίχους: ‘’Σιγά-σιγά… σε ό,τι έχει πεθάνει’’;
21.        Πώς συμβολοποιείται η θάλασσα στο ποίημα Κονιάκ μηδέν αστέρων;
22.       Γιατί η μνήμη του ποιητικού υποκειμένου δεν μπορεί να καθορίσει τον ακριβές τόπο που τραβήχτηκε  η φωτογραφία;
23.        Τι σημαίνει, κατά τη γνώμη σας, ζωή ‘’χωρίς θάλασσα’’;
24.      Πώς επηρεάζει το εξωτερικό ερέθισμα την ψυχολογία των δύο γυναικών στα ποιήματα Τα πάθη της βροχής και Κονιάκ μηδέν αστέρων;
25.   Πώς λειτουργεί το θέμα της φωτογραφίας στα ποιήματα της Κικής Δημουλά Φωτογραφία 1948 και Κονιάκ μηδέν αστέρων;
26.       Πώς λειτουργεί η μνήμη στα ποιήματα Υποκατάστατο και Κονιάκ μηδέν αστέρων;

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
1.    Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Ο τίτλος του ποιήματος, σ. 6.
2.    Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Ενότητες-Δομή, σ. 2.
3.    Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Η γλώσσα-Το ύφος, σσ.2-3.
4.    Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Η γλώσσα-Το ύφος, σ. 3.
5.    Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Η αφήγηση ( πρώτη παράγραφος), σ. 3.
6.    Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Η αφήγηση ( δεύτερη και τρίτη παράγραφος), σ. 3.
7.     Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Η εικονοποιία (πρώτη παρά-γραφος), σ. 4.
8.    Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Η εικονοποιία (δεύτερη παρά-γραφος), σ. 4.
9.  Η παλιά μικρή φωτογραφία κινητοποιεί τη μνήμη και οδηγεί στην οδυνηρή ονειροπόληση την ποιήτρια.                            
10. Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Τα σχήματα λόγου (πρώτη- δεύτερη παράγραφος), σσ. 4-5.
11. Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Τα σχήματα λόγου (δεύτερη παράγραφος), σσ. 4-5.
12. Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Τα σχήματα λόγου (τρίτη παράγραφος), σ. 5.
13. Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Τα σχήματα λόγου (τέταρτη παράγραφος), σ. 5.
14. Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Τα σχήματα λόγου (πέμπτη παράγραφος), σ. 5.
15. Δες στην Τεχνική του Ποιήματος: Η Μετρική, σ. 5.
16. Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Ο τίτλος του ποιήματος, σ. 6.
17. Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Το πένθος για την απώλεια του έρωτα, σ. 6.
18. Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Το πένθος για την απώλεια του έρωτα, σ. 6.
19. Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Η λειτουργία της φωτογραφίας, σσ. 7-8.
20. Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Η λειτουργία της φωτογραφίας, («Η μνήμη, μέσω της παλιάς φωτογραφίας,… της ανθρώπινης ύπαρξης»), σσ. 7-8.
21. Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Το σύμβολο της θάλασσας, σ.8.
22. Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Το σύμβολο της θάλασσας (πρώτη παράγραφος), σ.8.
23. Δες στα Ζητήματα Περιεχομένου: Το σύμβολο της θάλασσας,   σσ. 8-9.
24. Και στα δύο ποιήματα ένα εξωτερικό ερέθισμα (φωτογραφία, βροχή), αποτελεί το έναυσμα από τον υλικό κόσμο που θα κινητοποιήσει τον ψυχικό κόσμο των δύο ποιητικών υποκειμένων. Το εξωτερικό ερέθισμα και στα δύο ποιήματα συνδέεται με την ερωτική στέρηση και τη μοναξιά και επιφέρει τη βασανιστική αναψηλάφηση του εσωτερικού κόσμου των δύο ηρωίδων. Η συναισθηματική τους ματαίωση και η ερωτική απουσία τις αναγκάζουν, μέσω της μνήμης, να καταφύγουν στο παρελθόν φιλοσοφώντας, σαρκάζοντας και απορώντας για την ‘’ανώφελη’’ πορεία της ζωής τους.
25. Και στα δύο ποιήματα μία φωτογραφία οδηγεί μέσω της μνήμης σε μία εναγώνια και λυτρωτική κατάδυση στο παρελθόν της ευτυχισμένης νεότητας και της ερωτικής πλήρωσης(‘’πέρασε κήπος κάποτε’’, ‘’πέρασε επάρκεια κάποτε’’, ‘’ζωή πέρασε κάποτε’’). Μέσα στο καταθλιπτικό παρόν οι δύο ηρωίδες αισθάνονται την ανάγκη της επιστροφής στο ‘’χαμένο Παράδεισο’’ της νιότης και της ευτυχίας (‘’και που δεν ήταν τότε θάλασσα’’-‘κρατώντας λουλούδι και χαμογελώντας, θα πει πως όπου να’ ναι έρχεσαι’’). Η νεότητα εκλαμβάνεται από τα δύο ποιητικά υποκείμενα ως η αυθεντική ζωή, αφού συνδυάζεται με τη μέθεξη του έρωτα, τα όνειρα και την αισιοδοξία για το μέλλον.
26. Τα δύο ποιητικά υποκείμενα βιώνουν ένα καταθλιπτικό παρόν(‘’τα λόγια των δακρύων’’-‘’των δακρύων οι μεγάλες συγκεντρώσεις’’), όπου κυριαρχούν η μοναξιά και η ερωτική στέρηση και η διάψευση των νεανικών ονείρων τους. Όταν το παρόν είναι βασανιστικό και το μέλλον προβλέπεται ζοφερό, εμφανίζεται η μνήμη(και στα δύο ποιήματα κινητοποιείται από μία φωτογραφία)ως κοίταγμα προς το παρελθόν με τις ευτυχισμένες στιγμές(‘’αγκαλιασμένοι ενώπιον… παραλίας’’-‘’έτσι σ’ αγαπούσα γυρολόγα’’). Ωστόσο, και στα δύο ποιήματα η ανάμνηση των  στιγμών ερωτικής πληρότητας δεν λυτρώνει τις ηρωίδες. Αντίθετα, υπό το κράτος της πονεμένης σοφίας και ωριμότητας του γήρατος, προξενεί μια οδυνηρή και δυσβάστακτη θλίψη. Η μνήμη έρχεται σαν απολογισμός ζωής και επιβεβαίωση της αποτυχίας των νεανικών ονείρων(‘’έχει μεγάλη πείρα ο χαμός’’, ‘’νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι’’, ‘’στο πλευρό του ανώφελου’’- ‘’Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε είναι η απουσία σου’’, μνήμη και παρόν ψάχνουν να κρυφτούν από τη διαύγειά τους’’, ‘’ μαρτυρία υπέρ σου η λύπη’’). Η ποιήτρια, μέσω της μνήμης, βρίσκεται συνεχώς ακάλυπτη στη γραμμή του πυρός, επισημαίνοντας διαψεύσεις και αναξέοντας πρόσκαιρα επουλωμένες πληγές.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Αρανίτσης Ευγένιος, 1994, «Τι θα φοράς συνεννόηση;», εφημ. Ελευθεροτυπία, 20 Νοεμβρίου.
Βασιλειάδου Τέα, «Ο ιδιότυπος ρεαλισμός του χρόνου»,Imerisia.gr
Δήμου Νίκος, 1991, «Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας», Σημειώσεις στα ποιήματα της Κικής Δημουλά, εκδ. Στιγμή, Αθήνα
Δημουλά Κική, 1996, «Διατριβή ενός Αδαούς Μονολόγου πάνω σε Άγνωστο Θέμα», Κατάλογος, αρ. 20, Στιγμή, Νοέμβριος.
Δημουλά Κική, συνέντευξη σε μαθητές Γυμνασίου (gym-kastr.ark. sch.gr/yliko/dimula.htm)
Καραντώνης Αντρέας, 1963, «Κικής Δημουλά, Επί τα ίχνη», εφημ. Μεσημβρινή, 8 Νοεμβρίου.
Καραντώνης Αντρέας, 1975, «Κικής Δημουλά, Το λίγο του κόσμου», περ. Νέα Εστία,1 Απριλίου.
Καραντώνης Αντρέας, 1981, «Κικής Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου», περ. Νέα Εστία, 15 Αυγούστου.
Καρβέλης Τάκης, 1983, « Υπαρξιακή ποίηση, Κική Δημουλά», Η νεότερη ποίηση- Θεωρία και Πράξη, εκδ. Κώδικας .
Καρβέλης Τάκης, 1984, « Η ποίηση της πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας και της λυρικής αφαίρεσης», Δεύτερη Ανάγνωση, δοκίμια, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα.
Κόρφης Τάσος, 1986, «Βιογραφικό σημείωμα», Πάπυρος- Λαρούς- Μπριτάνικα, τόμ. 20, Αθήνα.
Μαρκίδης Μάριος, 1989, Είναι και ποτέ. Ερμηνευτική πρόσβαση στα ποιήματα της Κ. Δημουλά, Έρασμος.
Μπουγάς Νίκος, 1994, επιμέλεια στο άρθρο «Υπαρξισμός», μετ. Περιστεράκη Α., Πάπυρος- Λαρούς- Μπριτάνικα, τόμ. 59, Αθήνα.
Μπουκάλας Παντελής, 1994, «Άπληστο που είσαι ανεξήγητο…»,
εφημ. Καθημερινή, 20 Δεκ.
Ρούσος Τάσος, 1989, «Κικής Δημουλά, Χαίρε Ποτέ», εφημ. Το Βήμα, 12 Μαρτίου.
Φωστιέρης Αντώνης, 1981, «Κική Δημουλά, το τελευταίο σώμα μου», περ. Η Λέξη, τεύχ. 5.


[1] Ρούσος Τάσος, 1989.
[2] Χουζούρη Έλενα, 1989.
[3] Ρούσος Τάσος, 1989.
[4] Δημουλά Κική, 1966.
[5] Αρανίτσης Ευγένιος, 1994.
[6] Αρανίτσης Ευγένιος, 1994.
[7] Αρανίτσης Ευγένιος, 1994.
[8] Βασιλειάδου Τέα,
[9]  Βασιλειάδου Τέα,
[10] Κόρφης Τάσος, 1986.
[11] Καρβέλης Τάσος, 1981.
[12] Δήμου Νίκος, 1991.
[13] Ξύδη Αγγελική,2000.