ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΛΑΪΚΑ
ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΑΣ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
ΘΕΜΑ: ΕΠΙΒΙΩΣΕΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΑΣ. ΕΘΙΜΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ
ΤΙΣ ΕΟΡΤΕΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ.
ΣΚΟΠΟΣ |
Ο
παιδαγωγικός-παιδευτικός και η αισθητική καλλιέργεια του μαθητή.
|
ΣΤΟΧΟΙ |
Η
εξοικείωση των μαθητών με τη λαϊκή μας παράδοση.
Η
διερεύνηση της επιβίωσης παλαιών πολιτιστικών
στοιχείων
στη σύγχρονη ζωή του λαού μας.
Η γνώση
του παρελθόντος να γίνει κινητήρια δύναμη για νέα δημιουργία.
Να μάθουν
να σέβονται τις πολιτισμικές και πολιτιστικές πεποιθήσεις και ιδιαιτερότητες
όλων.
|
ΔΟΜΗ |
Α.
Πρόλογος, Β. Εισαγωγή Γ. Έθιμα των Χριστουγέννων, Δ. Έθιμα
του Πάσχα, Ε. Άλλα θρησκευτικά έθιμα της Ικαρίας, ΣΤ. Συμπεράσματα
|
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Σε
μια εποχή που η κοινωνία μας υποφέρει από άγχος, μοναξιά, σύγχυση και τις
επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, η στάση μας απέναντι στο παρελθόν και τη
λαϊκή παράδοση αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Στις σημερινές δύσκολες μέρες του
τεχνοκρατικού πολιτισμού η «επιστροφή στις ρίζες» είναι κάτι παραπάνω από
απαραίτητη, είναι επιβεβλημένη. Καταφεύγοντας στον αυθορμητισμό των αισθημάτων
και τον ανυστερόβουλο ανθρωπισμό της πλούσιας λαϊκής μας παράδοσης, στις
«βαθιές ρίζες όπου κρατούν το χώμα μας», είναι δυνατό ο σύγχρονος Έλληνας να
αναζητήσει παρηγοριά απέναντι στη δυστυχία και την αλλοτρίωση του σύγχρονου
πολιτισμού.
Τα ήθη και
τα έθιμα μιας κοινωνίας αποτελούν την πιο γνήσια και πηγαία έκφραση της λαϊκής
παράδοσης. Λέγοντας ήθη εννοούμε τους παραδοσιακούς κανόνες της
κοινωνικής διαβίωσης, ενώ με τον όρο έθιμα αναφερόμαστε στις συνήθειες
που υπαγορεύει ο παραδοσιακός τρόπος ζωής. Τα ήθη και τα έθιμα αποτελούν ηθικές
συνήθειες και κανόνες που γίνονται για την εκπλήρωση κοινωνικών ή θρησκευτικών
καθηκόντων τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για τη διατήρηση της συνοχής ενός
κοινωνικού συνόλου.
Τα ήθη και
τα έθιμα μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες:
Α) στα θρησκευτικά, όπου
αποτελούν σημαντικό μέρος του θρησκευτικού βίου ενός λαού, καθώς σχετίζονται με
τη λατρεία του Θεού και των αγίων (λ.χ. έθιμα των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του
Αγ. Ιωάννη του Κλήδωνα κ.ά.) και
Β) στα κοινωνικά, τα οποία
διέπουν τις μεταξύ των ατόμων και των κοινωνικών τάξεων σχέσεις (λ.χ. γέννηση,
γάμος, φιλοξενία, επαγγελματικά έθιμα κ.ά.).
Είναι βέβαια κατανοητό ότι οι δύο
αυτές κατηγορίες τις περισσότερες φορές επικαλύπτονται, αφού ο κοινωνικός βίος
είναι αλληλένδετος με τη θρησκευτική συνείδηση του ελληνικού λαού (λ.χ. τα
πανηγύρια που, ενώ ξεκίνησαν σαν ημέρες εορτασμού του πολιούχου άγιου κάθε
χωριού, έχοντας δηλαδή θρησκευτικό χαρακτήρα, σταδιακά εξελίχθησαν περισσότερο
σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, με στόχο τη συλλογή χρημάτων για κοινωφελή σκοπό).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στη μελέτη
αυτή θα παρουσιάσουμε τα ήθη και τα έθιμα των Ικαριωτών, ενός λαού απλού και
φιλόξενου που τιμά την ιδιαίτερη πατρίδα του, την ιστορία και το λαϊκό
πολιτισμό της. Στο σταυροδρόμι δύο ηπείρων το νησί της Ικαρίας, δημιούργησε στη
μακραίωνη ιστορία του μια πλούσια λαϊκή παράδοση που παραμένει ζωντανή και
λειτουργική ακόμα και σήμερα. Η γνησιότητα,
η πολύτιμη εμπειρία, η πηγαία διασκέδαση, το μεράκι και η σοφία της απλότητας
που χαρακτηρίζουν τα ήθη και τα έθιμα της ικαριακής κοινωνίας διατηρήθηκαν και
ενσωματώθηκαν στο σύγχρονο τρόπο ζωής, αποτελώντας πόλο έλξης για χιλιάδες
επισκέπτες (λ.χ. τα ικαριώτικα πανηγύρια).
Στην εργασία αυτή θα προσπαθήσουμε να σας ξεναγήσουμε μόνο
στα πιο χαρακτηριστικά θρησκευτικά έθιμα του ικαριακού λαού.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
Α) ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Τα Χριστούγεννα είναι η εορτή που την περίμεναν από τα
παλιά χρόνια όλοι, μικροί και μεγάλοι, με μεγάλη λαχτάρα και ανυπομονησία λόγω
της νηστείας του Σαρανταημέρου (από τις 15 Νοεμβρίου έως τα Χριστούγεννα) για
να απολαύσουν το γιορταστικό φαγητό.
ΤΑ
ΓΛΥΚΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Τα γλυκά που ετοίμαζε η νοικοκυρά
τις παραμονές των Χριστουγέννων ήταν τα φοινίκια, τα μελομακάρονα και οι
κουραμπιέδες που παλιά πριν την εισαγωγή του βουτύρου στην Ικαρία παρασκευάζονταν
με γλίνα (= λίπος του χοίρου).
Αξίζει να αναφερθεί η τεχνική με την οποία έφτιαχναν τα φοινίκια[1]
πριν εισαχθεί στην Ικαρία το ‘’μπέκιν πάουντερ’’. Οι νοικοκυρές χρησιμοποιούσαν ως
φουσκωτικό νερό αλισίβα. Για να
φτιάξουν αλισίβα χρησιμοποιούσαν δύο κουταλιές της σούπας καθαρή στάχτη
(έκαιγαν άσπρο ξύλο συκιάς!) και δύο ποτήρια νερό, που τα έβραζαν 2-3 λεπτά σε
μπρίκι και μετά σούρωναν το υγρό σε πολύ λεπτό ύφασμα.
Από το
εορταστικό τραπέζι δεν έλειπαν τα ξεροτύγανα ή ‘’δίπλες’’, τα καρύδια και τα
ξερά σύκα ή ‘’παστελαριές’’[2].
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ
ΚΑΛΑΝΤΑ
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι γλυκές παιδικές φωνές τραγουδούσαν τα
κάλαντα. Τα κάλαντα ή ‘’κόλιαντα’’ ή ‘’κόλιντρα’’ προέρχονται από το λατινικό
όρο Calendae (Καλένδες) που σημαίνει πρωτομηνιά στο ρωμαϊκό
ημερολόγιο. Αποτελούν το πιο διαδεδομένο παράδειγμα επηρεασμού του
Χριστιανισμού από τα ειδωλολατρικά έθιμα, καθώς από την εποχή του Ομήρου τα
παιδιά καλωσόριζαν τον ερχομό της Άνοιξης με ευχετικά τραγούδια που αιτούνταν
καλή υγεία και πλούσια σοδιά.
Στην Ικαρία, όπως και στην υπόλοιπη
Ελλάδα, τα παιδιά αφού χτυπούσαν την πόρτα κάθε σπιτιού τραγουδούσαν:
«Καλήν
εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας,
Χριστού
την θείαν γέννηση να πω στο αρχοντικό σας…»
Ο πρώτος που θα τα έλεγε έπαιρνε το μεγαλύτερο ‘’μπαξίσι’’, γι’ αυτό και τα
παιδιά ξυπνούσαν από τα χαράματα για να συγκεντρώσουν τα περισσότερα χρήματα ή
κεράσματα. Κρατούσαν στα χέρια τους τις ‘’ματσούκες’’ ή ‘’ματσούκια’’, ξύλινα
ραβδιά, που τυπικά συμβόλιζαν τα ραβδιά των βοσκών της Βίβλου, αλλά στην
πραγματικότητα τα προστάτευαν από τα άγρια σκυλιά και από τα άλλα παιδιά
γειτονικών χωριών. Γυρίζανε όλα τα σπίτια, τα συγγενικά, τα φιλικά και όλου του
χωριού. Μόνο στα σπίτια που είχαν πρόσφατο πένθος δεν πήγαιναν ‘’να τα
πούνε’’. Στα παλαιότερα χρόνια οι
νοικοκύρηδες τα ‘’φίλευαν’’ κάστανα, καρύδια και αμύγδαλα. Τα παιδιά, αφού
έλεγαν «Και του χρόνου», έφευγαν βιαστικά για να «τα πουν» και σ’ άλλο σπίτι.
Αν κάποια πόρτα δεν άνοιγε, τα παιδιά δυσαρεστημένα έλεγαν- κάποιες φορές
τραγουδούσαν- σκωπτικά σχόλια.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ
ΔΕΝΤΡΟ
Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου αποτελεί
την πιο γνωστή συνήθεια των Χριστουγέννων. Το έθιμο έχει ξενική προέλευση και
το εισήγαγαν οι Βαυαροί το 1833. Το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολίστηκε στα
ανάκτορα του Όθωνα. Πριν από το 1945, στην Ικαρία το χριστουγεννιάτικο δέντρο
στολίζονταν με καλαμπόκια και κόκκινες πιπεριές! Με την έλευση στο νησί των
εξόριστων ( 1947-1950) επικράτησε η συνήθεια να στολίζονται τα εορταστικά δέντρα
με κυπαρισσόμηλα και κουκουνάρια, τα οποία τα έβαφαν οι πολιτικοί κρατούμενοι
με χρυσόσκονη. Στην Ικαρία απαντάται και το χριστουγεννιάτικο
καραβάκι, έθιμο που εισήχθη από τη γειτονική Χίο.
ΤΟ ΛΙΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ
Οι Ικαριώτες που
νήστευαν την παραμονή των Χριστουγέννων έτρωγαν συνήθως πατάτες βραστές και
σούπα με ρύζι ή με πλιγούρι.
ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΟΙ
Την
παραμονή των Χριστουγέννων οι παλαιοί κάτοικοι του νησιού πίστευαν ότι έρχονταν
στην Ικαρία οι Καλιτσάντεροι ή Καλικάτζαροι από τη Μύκονο. Επιβιβάζονταν σε
βαρκάκια όμοια με καρυδότσουφλα, γι’ αυτό έλεγαν ότι ο άνεμος εκείνη την ημέρα
ήταν Γαρμπής (Ν.Δ.). Εγκατέλειπαν το νησί την παραμονή των Θεοφανείων και άρα ο
καιρός που θα ‘κανε τότε ήταν Γραίγος (Ν.Α.).
Ο Γιάννης Δ. Στενός[3] στο βιβλίο του
«Νικαριώτικα Πούλουδα» διασώζει μια παράδοση κατά την οποία «ο νοικοκύρης του
σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων έπαιρνε μια φούχτα αλάτι και τόριχνε όξω
από την πόρτα του μόλις νύχτωνε, για να μην τον πειράξουν οι Καλιτσάντεροι.
Μετά έκλεινε την πόρτα με τον μάνταλο και δεν την άνοιγε όποιος και να
κτυπούσε, πριν ξημερώσει για καλά […] Κείνα τα χρόνια πήγαιναν και μερικοί
κέκαναν τον Καλιτσάντερο σε σπίτια, πούσαν μέσα μόνο γεροντάκια και τους έδιναν
οι ίδιοι οι γέροι φοβισμένοι ένα χοιρομέρι, που τόπαιρναν κέφευγαν».
Τους Καλικάτζαρους οι παλιοί
Ικαριώτες τους φαντάζονταν άγριους με κέρατα στο κεφάλι και με μεγάλα γένια,
ντυμένους με δέρμα ζώου, κυρίως βοδιού.
ΤΟ ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙ Η’ ΧΟΙΡΟΣΦΑΙ
Το
χοιροσφάγι ή χοιροσφάι αποτελεί έθιμο που έχει τις ρίζες του στις εορτές προς
τιμή του Διονύσου. Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες
ημερομηνίες σ’ όλη την Ικαρία. Οι περισσότεροι Ικαριώτες έσφαζαν τα
γουρούνια μετά τα Χριστούγεννα, επειδή νήστευαν και ήθελαν να μεταλάβουν, χωρίς
να έρθουν σε επαφή με το σφάγιο.
Ο
Γιάννης Δ. Στενός περιγράφει γλαφυρά την όλη διαδικασία: « Την παραμονή των Χριστουγέννων
δεν έσφαζαν τους χοίρους, επειδή νήστευαν. Τους έσφαζαν την άλλη μέρα μέχρι τις
προπαραμονές του νέου χρόνου, γιατί έκαναν μεταχεράτο (= αλληλοβοήθεια) ο ένας
στον άλλο οι γειτόνοι και οι συγγενείς, επειδή το χοιροσφάι εχρειάζοντο τρία
και τέσσερα άτομα για να τον καθαρίσουν… Οι άντρες έφερναν ανάματα για να
‘’τσίσουν’’(=να κάψουν τις τρίχες που έχουν απομείνει) το χοίρο άμα τον
έσφαζαν. Τον ανέβαζαν πάνω σε δύο μεγάλες πλάκες υπερυψωμένες πάνω από το
έδαφος (τις ‘’χοιρόπλακες’’) για να τον σφάξουν. Έβγαζαν πρώτα ‘’ταποκοίλι’’(=
κρέας με λίπος γύρω από την κοιλιά) και μετά ‘’τάντερα’’, την κοιλιά, τον
‘’τζιέρη’’ (=συκώτι) με τη σπλήνα, το ‘’σφιγγουνοκάρδι’[4]’ και τα νεφρά…».
«‘’Ταποκοίλι’’ τόψηναν με λάχανα κήτανε το κύριο
φαγητό στα χοιροσφάγια.
Τ’ άντερα τα
ξέπλεναν καλά και μαυτά έκαναν λουκάνικα. Από το κεφάλι έκαναν την ‘’πηχτή’’[5] έβγαζαν μπριζόλες, που τις
έψηναν
Πηχτή
στα κάρβουνα περασμένες
‘’σταρφάδι’’ (= σιδερένια σχάρα). Έκαναν επίσης ‘’καουρμά’’[6], χοιρομέρια και γλίνα
(=λίπος) από το περιτόναιο του χοίρου, που μας το άλειφαν πάνω στο ψωμί μας. Ό,
τι περίσσευε από το περιτόναιο του χοίρου, τα‘’τσιουρίδια’’[7], όπως τάλεγαν τα τρώγαμε έτσι
σκέτα κι ήταν πολύ όμορφα...».
Το
υπόλοιπο κρέας το αποθήκευαν σε μια βυτίνα γεμισμένη με άρμη «και έβγαζαν όποτε
ήθελαν και τόψηναν, γιατί δεν υπήρχαν τότε ψυγεία».
Μετά από την κοπιαστική αυτή εργασία
ακολουθούσε το γλέντι και η χαρά. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήταν καλεσμένοι
στο φαγοπότι για να δοκιμάσουν ένα μεζέ και να χαιρετίσουν τον οικοδεσπότη με
την ευχή «καλοφάγωτο». Στο χοιροσφάγι δοκιμαζόταν και το καινούριο κρασί της
χρονιάς, σε υπερβολικές πάντα ποσότητες. Στην Ικαρία ακόμα και σήμερα είναι
διαδεδομένη η φράση: «Έλα το βράδυ, έχουμε χοιροσφάι».
Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Την παραμονή
της Πρωτοχρονιάς σ’ όλα τα σπίτια η νοικοκυρά ετοιμάζει τη βασιλόπιτα. Το έθιμο έχει τις
ρίζες του στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα. Στα αρχαιοελληνικά Κρόνια και στα Σατουρνάλια
(Saturnalia) της Ρώμης, έφτιαχναν γλυκά και πίτες μέσα στα οποία έβαζαν
νομίσματα. Η βασιλόπιτα παρασκευάζεται
κυρίως από αλεύρι, αυγά, ζάχαρη και γάλα. Στο εσωτερικό της τοποθετείται
νόμισμα, συνήθως κοινό. Τα παλαιότερα χρόνια στην Ικαρία με εγχάρακτες
σφραγίδες διακοσμούσαν τη βασιλόπιτα με το χριστιανικό σταυρό στο κέντρο, ενώ
στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδίαζαν σχήματα όπως λουλούδια, καρπούς κ.ά. Η
Βασιλόπιτα κατά το ελληνικό έθιμο κόβεται σε οικογενειακή συγκέντρωση αμέσως με
τον ερχομό του νέου έτους. Ο νοικοκύρης, αφού την σταυρώσει με το μαχαίρι τρεις
φορές, κόβει τριγωνικά κομμάτια και τα
μοιράζει σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο
χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (συμβολισμός της Θείας κοινωνίας). Τα πρώτα κομμάτια
ανήκουν στο Χριστό, στον Άι Βασίλη και στο σπίτι της οικογένειας (το έθιμο
αποτελεί επιβίωση των αρχαιοελληνικών προσφορών -λ.χ. του «μελιπήκτου»-, τόσο
προς τους θεούς όσο και προς τους δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας και
της καλής τύχης). Σε όποιον πέσει το φλουρί, θα είναι ο τυχερός του νέου έτους!
Στην
Ικαρία παλαιότερα οι βαρκάρηδες έφερναν τη βασιλόπιτα στο καΐκι και τη γύριζαν
ακουμπώντας την σ’ όλη την περίμετρό του. Έθιμο βέβαια που σχετίζεται με την
εξασφάλιση καλής τύχης και ναυσιπλοΐας.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ομάδες παιδιών, αλλά και ενήλικοι που εκπροσωπούν πολιτιστικούς συλλόγους του νησιού, γυρίζουν σ’ όλα τα σπίτια τραγουδώντας τα κάλαντα. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα ποικίλουν από τόπο σε τόπο. Τα ικαριώτικα κάλαντα της πρωτοχρονιάς ξεχωρίζουν για τον εύθυμο και σκωπτικό χαρακτήρα τους:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανια
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιος θρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται από τον κάβο Πάπα
βαστάει και στην πλάτη του μια μαλλιαρή φυλάκα ( ή θυλάκα)
να βάλει μέσα τα ψωμιά, τις τηγανίτες, τα λεφτά.
ή Άφιος Βασίλης έρχεται ‘πο πίσω απ’ το καμάρι,
βαστάει μυζήθρες και τυριά βαστάει
κι έν’ ακινάρι[8]».
Τα
κάλαντα, τραγούδια κατεξοχήν ευχετικά, καταλήγουν πάντοτε σε επαίνους και ευχές
για το νοικοκύρη, όπως:
«- Εσένα, αφέντη, πρέπει σου καρέκλα
καρυδένια
για ν' ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
για ν' ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
- Και πάλι ξαναπρέπει σου, βάλε στραβά
το φέσι σου
και δίπλα το βρακί σου για να σκάσουν οι εχθροί σου».
και δίπλα το βρακί σου για να σκάσουν οι εχθροί σου».
Ξεχωριστές και ιδιαίτερα επαινετικές
είναι οι ευχές προς τη γυναίκα του σπιτιού στην ικαριώτικη κοινωνία:
«- Πολλά ΄παμε τ΄αφέντη μας ας πούμε
της κυράς μας
-
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά ταπανοφρύδα
που έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου τα φτερά τα ‘χεις καμαροφρύδια
που όταν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησιά σου
η στράτα* ρόδα γέμισε απ' την περπατησιά σου».
που έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου τα φτερά τα ‘χεις καμαροφρύδια
που όταν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησιά σου
η στράτα* ρόδα γέμισε απ' την περπατησιά σου».
Ακολουθούν τα παινέματα της κόρης δοσμένα με τρυφερό
λυρισμό και χιούμορ. Επικεντρώνονται στο μελλοντικό γάμο της :
«- Πολλά ‘παμε και της κυράς, ας πούμε
και της κόρης
Για
σένα κόρην όμορφην ήρθαμε να τα πούμε
Και
τα χρόνια τα πολλά να σου τα ευχηθούμε.
Έχετε
κόρην όμορφη, του ήλιου γεννημένη,
Του
ήλιου και του φεγγαριού και της αστροφεγγίτσας.
-
Έχεις και κόρην όμορφη, που δεν έχει ιστορία
ούτε στην Πόλη βρίσκεται, ούτε στη Βενετία.
ούτε στην Πόλη βρίσκεται, ούτε στη Βενετία.
Γραμματικός
την ζήτησε, πολλά προυκιά γυρεύει,
γυρεύει
αμπέλια ατρύγητα και αμπέλια τρυγημένα,
γυρεύει
χωράφια αθέριστα, χωράφια θερισμένα,
γυρεύει
καράβια αρμένιστα, καράβια αρμενισμένα,
γυρεύει
και τον κυρ Βοριά να τα καλαρμενίζει.
- Έχεις και κόρη όμορφη, βάλ' τηνε στο
ζεμπίλι
και κρέμασέ τηνε ψηλά, να μη τη φάν΄ οι ψύλλοι».
και κρέμασέ τηνε ψηλά, να μη τη φάν΄ οι ψύλλοι».
Δε λείπουν και οι ευχές προς το γιο της
οικογένειας:
«Έχετε γυιό στα γράμματα και γυιό εις το ψαλτήρι,
να τον αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι».
Το
τέλος των ευχετικών τραγουδιών είναι σχεδόν πάντα το ίδιο:
«Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να
φάμε και να πιούμε
μόνε σας αγαπήσαμε κι
ήρθαμε να σας δούμε».
ή «- Πολλά ‘παμε, πολλά ‘παμε, μα δε μας
εκεράσατε
κι αν ακόμα θε να πούμε, βάλτε μας κρασί να πιούμε».
κι αν ακόμα θε να πούμε, βάλτε μας κρασί να πιούμε».
«- Εφάγαμε τον πετεινό, να φάμε και την κότα
και δώστε μας το φλουράκι μας, να πάμε σ' άλλη πόρτα...».
και δώστε μας το φλουράκι μας, να πάμε σ' άλλη πόρτα...».
Ο Γ. Σταυρινάδης[9]
διέσωσε μια άλλη παραλλαγή που τραγουδιόταν στη Μεσσαριά της Ικαρίας. Τα πρωτοχρονιάτικα αυτά κάλαντα έχουν
ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί παρουσιάζουν το Χριστό να επιδρά στη βλάστηση και να
προκαλεί την καρποφορία μιας ‘’χρυσής μηλίτσας’’, κάτω από την οποία κοιμάται
ένας φυσιολάτρης Αϊ Βασίλης. Το παρουσιάζουμε:
«Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά
κόκκινο μήλο στη μηλιά.
Κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός
τριών χρονών παιδάκι.
Ούλον τογ κόσμο γύρισε
μικρόγ καλογεράκιν.
Κι εκεί που πρωτοπάτησε,
χρυσή μηλίτσα βγήκε.
Πάνω στημ μύτη της μηλιάς
κρέμουνται τρία μήλα[…]
Και με στημ μέση της μηλιάς
κοιμάτ’ Άης Βασίλης.
Ποιος είναι άξιος κι αρκετός
να πα να τογ ξυπνήσει.
Εγώ ‘μαι άξιος κι αρκετός
να πα να τογ ξυπνήσω.
Δώστε μου μήλα δώδεκα
και ρούδια δεκαπέντε,
δώστε μου και τ’ αθόνερο
να πα να τογ ξυπνήσω».
Ακολουθούσαν
τα φιλοδωρήματα στα παιδιά που βιάζονταν να φύγουν για «να τα πουν» και στα
άλλα σπίτια.
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΗ
Το έθιμο αυτό είναι ανάλογο με τα πρωτοχρονιάτικα
κάλαντα που τραγουδιούνται την παραμονή της πρωτοχρονιάς σε όλα τα μέρη της
Ελλάδας. Ωστόσο, στην Ικαρία το έθιμο του Αϊ Βασίλη δεν γίνεται την παραμονή,
αλλά ανήμερα. Σε κάθε χωριό ξεκινάνε παρέες το απόγευμα, την ώρα που αρχίζει
και σκοτεινιάζει, και επισκέπτονται όλα τα σπίτια του χωριού για να ευχηθούν
«καλή χρονιά». Όσα σπίτια είναι ‘’ανοιχτά’’
( Όσοι έχουν πένθος κρατάνε το σπίτι τους κλειστό αυτήν τη μέρα) εορτάζουν και
με την έλευση των κεφάτων παρεών γίνεται ουσιαστικά τρικούβερτο γλέντι, αφού οι
οικοδεσπότες (συνήθως οι γυναίκες) κερνάνε τους επισκέπτες διάφορους εκλεκτούς μεζέδες,
συνοδευόμενους από σπιτικό κρασί.
Η
παρέα συνήθως κάθεται αρκετή ώρα σε κάθε σπίτι τραγουδώντας τα ικαριώτικα
κάλαντα και άλλα σκωπτικού περιεχομένου τραγούδια:
«Βάλτε
μας κρασί να πιούμε
και
του χρόνου να σας πούμε».
«Φέρε,
Βαϊτσα, κάστανα, καρύδια με το μέλι,
φέρε
και το γλυκό κρασί να πιουν τα παλικάρια
δυνατά
σαν τα λιοντάρια».
«
Βρήκα την πόρτα σου ανοιχτή
θαρρώ
πως έχεις και πηχτή,
φοινίκια
και λουκουμάδες
και
κρασί με τους κουβάδες.
Βάλε
κρασί στο μαστραπά[10]
και
βγάλτον στον αέρα
και
αν δεν το πιω την Κυριακή,
το
πίνω τη Δευτέρα».
Τα
τραγούδια συνοδεύονται από τους ήχους μουσικών οργάνων. Παλαιότερα οι
οργανοπαίκτες έπαιζαν ‘’βιολόλυρον’’, βιολί και ‘’τσαμπουνοφυλάκα’’. Στα
σύγχρονα χρόνια προτιμώνται το βιολί και η κιθάρα. Όταν το κέφι ανάβει, όλοι
αγκαλιασμένοι αρχίζουν να χορεύουν τον ικαριώτικο χορό. Τέλος η παρέα τραγουδά:
«Για
άντεστε να πηγαίνουμε να μη μας βαρεθούνε
και
πιάσουν το σκουπόξυλο και μας εκυνηγούνε».
Η
παρέα, αφού πάρει μαζί της τον οικοδεσπότη, ξεκινά για το επόμενο σπίτι του
χωριού. Στα τελευταία σπίτια έφθαναν πια κατά τις πρωινές ώρες.
Συνήθως οι παρέες αποτελούνται από τους άντρες του χωριού, ενώ οι γυναίκες
μένουν στο σπίτι για την υποδοχή των επισκεπτών. Σε κάποια χωριά της Ικαρίας
έχει επικρατήσει τη δεύτερη μέρα να βγαίνουν οι γυναίκες του χωριού, και στο
σπίτι να μένουν οι άντρες για να τις σερβίρουν, κάτω βέβαια από τα συνεχή γυναικεία
πειράγματα.
Παρακάτω
παραθέτουμε τις μαρτυρίες δύο νέων ανθρώπων που έζησαν το έθιμο. Ο ένας βγήκε
να χαιρετίσει τη δεκαετία του ‘50 και ο άλλος τη φετινή χρονιά. Από τις
ομοιότητες της περιγραφής τους φαίνεται η εντυπωσιακή επιβίωση και συνέχεια του
εθίμου στο παρόν.
Ο Ιωάννης
Στενός περιγράφει: «όλοι οι νέοι του χωριού μια παρέα πηγαίναμε σούλα τα σπίτια
του χωριού και το μούχρωμα ρωτούσαμε με μια φωνή: «Να τα πούμε;», και από μέσα
μας αποκρίνονταν; «Να τα πείτε», μπαίναμε μέσα και καθόμαστε γύρω από το
στρωμένο τραπέζι, πούχε πάνω όλα τα καλά, που λέμε. Γλυκά λογιών-λογιών, το
ίδιο και μεζέδες. Οι πόρτες όλων των σπιτιών ήταν ορθάνοιχτες όλη μέρα και ούλη
νύχτα μέχρι το πρωί […] Εμείς η παρέα οι Καρυδιώτες είχαμε μαζί μας και τους
οργανοπαίχτες μας, που μας έπαιζαν και τραγουδούσαμε και χορεύαμε σόποιο σπίτι
πηγαίναμε»
Μαθητής που
συμμετέχει στην εργασία αφηγείται: « Στο Μαγγανίτη, την πρώτη μέρα του χρόνου,
μαζεύονται και τραγουδούν σ’ όλα τα σπίτια τα κάλαντα της Ικαρίας. Συνήθως αυτό
διαρκεί μία ημέρα, από το βράδυ μέχρι το πρωί, για να περάσουν απ’ όλα τα
σπίτια. Όμως φέτος που οι Μαγγανιώτες πλήθυναν χρειάστηκαν δύο ημέρες[…]
Πρωτάρης εγώ, μαθητής της Γ’ Γυμνασίου, με το μπαγλαμαδάκι μου, ξεκίνησα με
περίπου 30-35 νέους του χωριού. Περνάμε από σπίτι σε σπίτι και οι ώρες περνούν
σα δευτερόλεπτα. Ευχές και κάλαντα σ’ όλον το Μαγγανίτη».
ΤΑ
ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Την παραμονή
των Θεοφανείων οι γειτονιές αντηχούν από τις παιδικές φωνές που ψάλλουν τα
κάλαντα:
«Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός,
η χαρά
μεγάλη κι ο αγιασμός».
Οι πιστοί,
αφού λάβουν από την εκκλησία τον αγιασμό και το αντίδωρο επιστρέφουν στο σπίτι
τους. Μόλις η λειτουργία ολοκληρωθεί, ο ιερέας θα γυρίσει όλα τα σπίτια της
ενορίας για να τα αγιάσει και να τα ευλογήσει. Η παράδοση θέλει τους
καλικάτζαρους τρομαγμένους από την «αγιαστούρα» του παπά να επιστρέφουν στα
έγκατα της γης.
«Φεύγετε να φεύγουμε,
έφτασε ο τουρλόπαπας,
με την αγιαστούρα του»
Τα παλιά
χρόνια, ο σπιτονοικοκύρης ράντιζε με τον αγιασμό τους στάβλους και το περιβόλι
του για να αποτρέψει το κακό. Χρησιμοποιούσε ως «αγιαστούρα» φύλλα
δεντρολίβανου. Υπήρχε επίσης η αντίληψη ότι ο αγιασμός των Θεοφανείων δεν
έπρεπε να μείνει αχρησιμοποίητος ως την επόμενη ημέρα. Αν αυτό συνέβαινε, τον
φυλούσαν δίπλα σε αναμμένο καντήλι (‘’σε ακοίμητο καντήλι’’).
Ανήμερα, η γιορτινή ημέρα ξεκινά με τον
εκκλησιασμό των πιστών. Στη συνέχεια ο ιερέας με το εκκλησίασμα θα βγουν από
τον ναό και θα κατευθυνθούν στο λιμάνι όπου θα γίνει η «κατάδυση του Σταυρού».
Την ώρα που ο Σταυρός βυθίζεται στα νερά, ο ιερέας ψάλλει χαρμόσυνα:
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε,
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις».
Αμέσως οι
πιο τολμηροί νέοι κολυμβητές πέφτουν στη θάλασσα για να πιάσουν το σταυρό.
Όποιος βρει το σταυρό πρώτος θεωρείται τυχερός κι ευλογημένος.
Β) ΠΑΣΧΑ
Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη γιορτή των Χριστιανών. Η
λέξη "Πάσχα" προέρχεται από τo αραμαϊκό ‘’Πάσαχ’’ και το εβραϊκά "Πεσάχ" (‘’Pasah’’) που σημαίνουν
"Πέρασμα" και ‘Υπέρβαση’’. Οι Εβραίοι γιορτάζουν τη διάβαση της
Ερυθράς Θάλασσας που σήμανε την απελευθέρωσή τους από τους Αιγύπτιους, ενώ στη
χριστιανική γιορτή του Πάσχα ( Λαμπρή) εορτάζουμε
την Ανάσταση του Χριστού, το ‘’πέρασμα’’ από τον θάνατο στην αιώνια ζωή
(‘’Υπέρβαση’’).
ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Η τελευταία μέρα της Σαρακοστής είναι το Σάββατο του
Λαζάρου. Στην Ικαρία τα παλαιότερα χρόνια, ομάδες παιδιών, κυρίως κοριτσιών,
γύριζαν τα σπίτια και τραγουδούσαν τα
λεγόμενα ‘’Κάλαντα του Λαζάρου’’, συγκεντρώνοντας τα απαραίτητα αυγά για το
Πάσχα. Παραθέτουμε το ικαριώτικο τραγούδι του Λαζάρου:
«Λάζαρος
στην πόρτα σου
να
γεννήσει η κότα σου
και να
κάνει χίλια αυγά
να μου
δώσεις τα μισά».
Οι
σπιτονοικοκυρές αντάμειβαν τα παιδιά για το τραγούδι τους με αυγά και αυτά
ξεκινούσαν για το επόμενο σπίτι. Αν, όμως, κάποια δύστροπη οικοδέσποινα,
υποδεχόταν ψυχρά τα παιδιά, ακολουθούσαν οι επόμενες κατάρες:
«Αν δε μου
δώσεις τα αυγά
να
ψοφήσει η κότα σου
πίσω από την πόρτα σου»,
ή «Λάζαρος στην πόρτα σου
να
ψοφήσει η κότα σου.
και τ’ αβγά τηγανητά
και τ’ αβγά τηγανητά
στην
ψυχή σου κολλητά».
Στο έθιμο του Λαζάρου αναγνωρίζουμε
αρχαιοελληνικά γονιμικά και αγερμικά τραγούδια που είχαν ως σκοπό να εξορκίσουν
το κακό και να διασφαλίσουν την ευκαρπία και ευγονία της φύσης.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (ΒΑΪΟΦΟΡΟΣ)
Η Κυριακή των Βαΐων είναι η
αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας. Από το Σάββατο του Λαζάρου τα αγόρια έκοβαν δάφνες,
βάγια και κλαδιά ελιάς με τα οποία
στόλιζαν την εκκλησία. Την επόμενη ημέρα, όλο το χωριό πήγαινε στην
εκκλησία. Ο παπάς στο τέλος της λειτουργίας, μαζί με το αντίδωρο προσέφερε κι
ένα κλαδί δάφνης. Τα βάγια που παίρνουν οι πιστοί τα φυλάνε δίπλα στα
εικονίσματά τους για να προστατεύουν το σπίτι.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΓΛΥΚΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Η προετοιμασία των γλυκών αρχίζει από τη Μεγάλη Πέμπτη. Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν τα
παραδοσιακά κουλουράκια, τα τσουρέκια και τη λαμπροκουλούρα.
Η πασχαλινή κουλούρα ή αλλιώς λαμπροκουλούρα στολίζεται
με ένα κόκκινο αυγό στη μέση. Η γεύση της παραδοσιακής κουλούρας ήταν αξέχαστη,
αφού στην Ικαρία πρόσθεταν γλυκάνισο, μαστίχα και μαυροκούκκι[11]
που την έκαναν μυρωδάτη και λαχταριστή. Στα παλαιά χρόνια, την πασχαλινή
κουλούρα της οικογένειας την έκαναν με τρία μόνο αυγά, όσα τα πρόσωπα της Αγίας
Τριάδας. Οι νονοί τη Μεγάλη Πέμπτη προσέφεραν μια πασχαλινή κουλούρα στα
βαφτιστήρια τους για να ‘’πασχάσουν’’, το ‘’λαζαράκι’’ (κουλούρα με σχήμα
μικρού παιδιού· στη θέση του κεφαλιού τοποθετούσαν το κόκκινο αυγό). Αργότερα
επικράτησε η συνήθεια οι ανάδοχοι να προσφέρουν στο βαφτιστήρι τους μία πλουμιστή
λαμπάδα.
Το τσουρέκι σαν
ονομασία προέρχεται από την τουρκική λέξη "corek" που αναφέρεται σε
οποιοδήποτε ψωμί είναι φτιαγμένο με ζύμη που περιέχει μαγιά. Παρασκευάζεται με
γάλα, βούτυρο και αβγά. Το σχήμα των πασχαλινών τσουρεκιών ποικίλλει ανάλογα με
τις τοπικές παραδόσεις. Αυτό που έχει επικρατήσει είναι η πλεξούδα. Οι
πλεξούδες αποτελούσαν ειδωλολατρικά σύμβολα για την απομάκρυνση των κακών
πνευμάτων.
ΤΑ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΑΥΓΑ
Ταυτόχρονα με την προετοιμασία των πασχαλινών γλυκών άρχιζε και το βάψιμο των
αυγών. Οι παλαιοί Ικαριώτες έβαφαν τα αυγά με παραδοσιακό τρόπο, χρησιμοποιώντας
κρεμυδόφυλλα, τα οποία όταν τα έβραζαν έδιναν ένα εντυπωσιακό κόκκινο χρώμα. Αλλού μαρτυρείται η
βαφή με παπαρούνες (στα ικαριώτικα ‘’κουτσουνάδες’’)[12]. Ο παραδοσιακός τρόπος
βαφής απέκλειε οποιονδήποτε κίνδυνο προέρχεται από τις σύγχρονες βαφές των
αυγών που εισχωρούν στο εσωτερικό τους κατά το βράσιμο.
Το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα του Χριστού που
έβαψε όλη τη γη (το σφαιρικό σχήμα του αυγού συμβόλιζε ανέκαθεν τη γη). Ο
Κοραής, πάλι, υπέθετε ότι το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα των προβάτων, με
το οποίο οι Ιουδαίοι (εις την Αίγυπτο) έβαψαν τα κατώφλια των σπιτιών τους για
να αποφύγουν τον εξολοθρευτή άγγελο.
Η ΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ
Από νωρίς το πρωί,
ομάδες κοριτσιών γυρίζουν όλα τα σπίτια του χωριού και τους αγρούς, κρατώντας
καλαθάκια και μαζεύοντας λουλούδια για να διακοσμήσουν τον Επιτάφιο του
Χριστού. Θα κατεβάσουν τον ξύλινο σκελετό του Επιταφίου στο δάπεδο για να
στολίσουν πρώτα το σταυρό με πανέμορφες βιολέτες, τριαντάφυλλα, αλλά και
ταπεινές μαργαρίτες. Εκτός των ανύπαντρων κοριτσιών συμμετέχουν και μεγαλύτερες
γυναίκες στο στολισμό. Στη σύγχρονη εποχή τα άνθη δεν είναι αρκετά για το
στολισμό του Επιταφίου και γι’ αυτό συμπληρώνονται και με άλλα από ανθοπωλεία.
Όλη
μέρα οι καμπάνες της εκκλησίας κτυπούν πένθιμα. Επειδή είναι ημέρα θρήνου, οι
νοικοκυρές αποφεύγουν να κάνουν δουλειές στο σπίτι. Αργά το απόγευμα, όλο το χωριό συγκεντρώνεται στην
εκκλησία. Τα εγκώμια ψέλνονται από νεαρές κοπέλες: "Σήμερα μαύρος
ουρανός’’. Με τα μοιρολόγια και τους ψαλμούς θα περάσει η ώρα όπου θα χτυπήσει
η καμπάνα για την ακολουθία της περιφοράς του Επιταφίου. Ο ιερέας θα μοιράσει
το σταυρό και τα εξαπτέρυγα στα μικρά
παιδιά. Τέσσερις δυνατοί άντρες θα αναλάβουν την περιφορά του Επιταφίου. Στην
είσοδο του ναού θα σηκώσουν τον Επιτάφιο, για να περάσει όλος ο κόσμος από
κάτω. Καθώς οι χωριανοί προσκυνούν, συνηθίζουν να παίρνουν λίγα λουλούδια για
φυλαχτό. Ακολουθεί η έξοδος του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού και τρεις
φορές γύρω από την εκκλησία. Παλαιότερα στην Ικαρία ο Επιτάφιος περνούσε και
από το νεκροταφείο του χωριού, όπου μνημόνευαν τους νεκρούς.
Ο Γιάννης Στενός[13] μας έχει αφήσει μία
αλησμόνητη, γεμάτη ζωντάνια και λυρισμό, περιγραφή του τελετουργικού της
περιφοράς του Επιταφίου από το Πετροπούλι στο Μαγγανίτη στις αρχές του 20ου
αιώνα. Σε μερικά σημεία της το πυκνό, γλαφυρό και χειμαρρώδες ύφος της
συγκρίνεται μ’ αυτό του Στρατή Μυριβήλη. Σας την παραθέτουμε:
«Όλοι μαζί Πετροπουλιανοί και Μαγγανιώτες,
μικροί, μεγάλοι, γυναίκες, άντρες με αναμμένα κεριά κι άλλοι με λαδοφάναρα
έβαζαν πορεία για το Μαγγανίτη. Μπροστά πήγαιναν τα ξεφτέρια και τα φανάρια της
εκκλησίας, ξοπίσω το Πιτάφιο, που το σήκωναν τέσσερις άντρες, οι οποίοι εναλλάσονταν
στο δρόμο. Ξοπίσω ο παπά-Κουτσουφλάκης με το θυμιατό στο ένα χέρι και στάλλο το
λεπρινόραβδο[14]
για τις κακοβουλιές[15] και ξοπίσω οι πιστοί
[…] Άνοιξη!
Οι
άργοι[16] του ρουμανιού του Ράντη
λουλουδιασμένοι και όλοι οι άλλοι θάμνοι, που είναι μες στο ρουμάνι και κάτω
από τους άργειους να περνά ο Επιτάφιος καταστολισμένος απ’ όλα τα λουλούδια της
άνοιξης, μυρωδάτος και ολόφωτος από τα κεριά και τα λαδοφάναρα, που ήσαν
στηριγμένα στις γωνιές του, μπροστά τα ξεφτέρια με τα μικρά παιδιά, τα
περισσότερα ξυπόλητα, να ψάλλουν και πίσω ο παπά-Κουτσουφλάκης και οι πιστοί με
λαμπάδες από μυρωδάτο, αγνό κερί και με λαδοφάναρα, αδύνατοι από τη νηστεία της
Μ. σαρακοστής, ξεσκούφωτοι, αξύριστοι, αναμαλλιασμένοι, με τα γιεμενιά[17] παπούτσια, που οι
περισσότεροι τάχαν κάτω από την αμασχάλη τους να μην τα χαλάσουν για να τάχουν
καινούρια τη Λαμπρή. Οι γυναίκες ντυμένες με την καριώτικη φορεσιά με το
μαντήλι δεμένο στο κεφάλι τους μαγουλίκα[18], ακολουθούσαν κι αυτές
πίσω από τους άντρες κι έψαλαν.
Όλο αυτό η πορεία έμοιαζε μες το
φιδίσιο δρόμο του ρουμανιού του Ράντη σαν ένα πελώριο, πολύχρωμο φίδι, που
προχωρούσε αργά, αργά και προκαλούσε ανατριχίλα. Οι φωνές όλων, μικρών και
μεγάλων, που έψαλλαν, ανέβαιναν μέχρι τον ουρανό και ο αντίλαλός τους στις
πλαγιές των βουνών, νόμιζες πως μια αόρατη ψαλμωδία γλυκιά, υπερκόσμια έβγαινε
από τα βάθη της γης κι ενώνετο με την αγγελική φωνή των ουρανίων δυνάμεων, που
αόρατες συνόδευαν την πορεία του Πιταφίου μες στο ρουμάνι. Ακόμα και τα
πουλάκια του ρουμανιού ξαφνιασμένα κι αυτά από την πολύβουη συναυλία εκείνης
της Άγιας Νύχτας ξυπνούσαν κατατρομαγμένα και φτερούγιζαν από άργειο σε άργειο
και τραγουδούσαν λυπητερά κι αυτά τον επιτάφιο θρήνο στον Δημιουργό[…]
Ακόμη σκέφτομαι τις ψυχές εκείνων
των αγνών ανθρώπων πλημμυρισμένες από θάμβος, κατάνυξη, στοχασμό, λατρεία και
θλίψη για το Σταυρικό θάνατο του Θεανθρώπου. Όλων τις ψυχές που ήσαν
εξαγνισμένες από τη νηστεία και απαλλαγμένες από την κακία και τα πάθη[…] Σκέπτομαι
ποια διαφορά της εποχής εκείνης από τη σημερινή, της απιστίας, της παραλυσίας,
της κακίας, της αναλγησίας στη φτώχια και στον ανθρώπινο πόνο και στην κατάντια
του ανθρώπινου γένους».
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Το
Μεγάλο Σάββατο αρχίζει με την πρωινή λειτουργία. Οι ιερείς ντύνονται στα λευκά,
ενώ οι καμπάνες κτυπούν χαρούμενα. Λίγοι πιστοί παρευρίσκονται στη λειτουργία
για να μεταλάβουν.
Οι νοικοκυρές θα καθαρίσουν το σπίτι
και θα ετοιμάσουν την παραδοσιακή μαγειρίτσα. Οι άντρες είναι επιφορτισμένοι με
το σφάξιμο του ζώου που θα αποτελέσει το κύριο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα.
Έντεκα η ώρα το βράδυ κι
ακούγεται η καμπάνα της εκκλησίας. Το πένθιμο σκηνικό που επικρατούσε τις
προηγούμενες ημέρες μεταβάλλεται σε χαρμόσυνο. Ο ναός είναι στολισμένος με ασπροκόκκινες
κορδέλες, ο παπάς φορά τα πιο λαμπρά άμφια, οι πιστοί προσέρχονται φορώντας ‘’τα
καλά τους’’ με τη λαμπάδα στο χέρι. Λίγα
λεπτά αναμονής για το Άγιο Φως. Η ωραία
πύλη ανοίγει και ο παπάς προβάλλει με αναμμένη τη λαμπάδα ‘‘Δεύτε λάβετε φως’’.
Οι πιστοί ανάβουν τις γιορτάσιμες άσπρες λαμπάδες και βγαίνουν στο προαύλιο. Ο
ιερέας ανεβαίνει σε μια ξύλινη εξέδρα και με δυνατή και θριαμβευτική φωνή λέει
το ‘’Χριστός Ανέστη’’. Η νύχτα γίνεται μέρα από τα βεγγαλικά και τα πυροτεχνήματα.
Το θέαμα απερίγραπτο και φαντασμαγορικό. Βεγγαλικά φωτίζουν το χώρο και οι
δυνατοί κρότοι κάνουν τις γυναίκες να φωνάζουν και τα παιδιά χαρούμενα να
γελούν. Οι καμπάνες αντιλαλούν σε όλο το νησί το χαρμόσυνο μήνυμα, ενώ όλοι δίνουν
τα χέρια και εύχονται Καλό Πάσχα στους γύρω τους. Αγαπημένοι, χαρούμενοι, ‘’μονοιασμένοι’’
εχθροί και φίλοι, δίνουν το "Φιλί της Αγάπης".
Τέλος οι μεγάλοι με τις λαμπάδες αναμμένες και τα
παιδιά με τα φαναράκια τους, θα μεταφέρουν το Άγιο Φως στο σπίτι για να ανάψουν
το καντήλι στο εικονοστάσι. Θεωρείται εύνοια της τύχης το να φτάσει κάνεις στο
σπίτι του με το κερί του ακόμη αναμμένο. Με το "νέο φως" των κεριών
οι άνθρωποι κάνουν το σχήμα του σταυρού πάνω από την κεντρική πόρτα για καλή
τύχη. Ακολουθεί το εορταστικό τραπέζι και το ‘’τσούγκρισμα’’ των κόκκινων
αυγών. Κάθε μέλος της οικογένειας επιλέγει το δικό του αυγό και προσπαθεί να
σπάσει τα αυγά των άλλων. Όποιου το αυγό δεν σπάσει έχει καλή τύχη για όλο το
χρόνο.
Η ΜΑΓΕΙΡΙΤΣΑ
Το πιο διαδεδομένο πιάτο στο γεύμα μετά την Ανάσταση
το βράδυ του Μ. Σαββάτου είναι η πατροπαράδοτη μαγειρίτσα. Η μαγειρίτσα είναι
κρεατόσουπα με λεμόνι, φτιαγμένη κυρίως με ψιλοκομμένα εντόσθια κατσικιού και
πολλά φρέσκα μαρούλια, πράσα και άνηθο. Οι νοικοκυρές σβήνουν κάθε χωρίς ίχνος
δυσάρεστης οσμής προσθέτοντας στη σούπα ένα νεροπότηρο κρασί μαυροδάφνη και
χυμό πορτοκαλιού.
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΑΦΑΝΟΥ
Ο Αφανός είναι ένα μοναδικό πασχαλινό έθιμο που
τελείται στο χωριό Καραβόσταμο της Ικαρίας. Το χωριό τις ημέρες του Πάσχα
χωρίζεται σε άνω και κάτω και οι δύο συνοικίες ανταγωνίζονται για το ποια θα
κατορθώσει να κατασκευάσει το μεγαλύτερο ‘’αφανό’’. Ο αφανός δημιουργείται με την σώρευση θάμνων (κυρίως ‘’κουτσοπρίνια’’[19], ‘’αστοιβές’’[20] και ασπαλάθους) και
κλαδιών που κόβουν και συλλέγουν οι νέοι του χωριού όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα. Παντού επικρατεί αναβρασμός, αφού και οι δύο συνοικίες
διεκδικούν τη νίκη. Απαιτείται σωστή στρατηγική, ακούραστο τρέξιμο και σαμποτάζ
στις προσπάθειες των αντιπάλων. Γι’ αυτό η κάθε συνοικία ορίζει σκοπούς για το
φύλαγμα του αφανού, αφού οι αντίπαλοι είναι σίγουρο ότι θα προσπαθήσουν να κάψουν
ή να κλέψουν τους θάμνους και την ξυλεία που με τόσο κόπο έχουν συγκεντρώσει.
Τις νύχτες δημιουργούνται αυτοσχέδια καταφύγια και κρυψώνες απ’ όπου
παρακολουθούν την περιοχή γύρω από τον αφανό. Ενώ παλαιότερα και οι δύο αφανοί
καιγόντουσαν συγχρόνως την Ανάσταση, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει ο
ένας να καίγεται την Ανάσταση και ο δεύτερος στις οκτώ το βράδυ της Κυριακής
του Πάσχα. Ενδιαφέρον έχει και το πώς αναδεικνύονται οι νικητές του εθίμου του
αφανού. Κριτές και από τα δύο ‘’αντιμαχόμενα στρατόπεδα’’ χρονομετρούν την
καύση των δύο αφανών. Νικητής αναγορεύεται ο αφανός που καίγεται περισσότερη
ώρα ( αν και δεν έχουν συμφωνήσει ποτέ!).
Το έθιμο προήλθε από την εποχή που
στο χωριό υπήρχαν δύο ενορίες, οι Άγιοι Ανάργυροι στο κάτω Καραβόσταμο και ο
Άγιος Ιωάννης στη πάνω συνοικία του χωριού. Πέρα από το θρησκευτικό χαρακτήρα
του εθίμου, σημαντική είναι και η λαϊκή σοφία που διέπει τον καθημερινό βίο,
καθώς η συλλογή όλων των θάμνων της περιοχής, καθάριζε τα βοσκοτόπια από τα
επιβλαβή για τα ζώα αυτά φυτά και μείωνε τον κίνδυνο των πυρκαγιών ενόψει της
θερινής περιόδου
ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Το έθιμο του αφανού είναι
συνυφασμένο και με το ‘’κάψιμο του Ιούδα’’. Την ώρα που υψώνονται οι δύο
αφανοί, άλλοι νέοι του χωριού φτιάχνουν ένα ανθρώπινο ομοίωμα από ξύλα, τον
"Ιούδα". Οι γυναίκες δίνουν ό, τι παλαιά ρούχα έχουν για να ντυθεί
και παραγεμίζουν το ομοίωμα με άχερα. Τον τοποθετούν στο υψηλότερο σημείο του
αφανού για να παραδοθεί στις φλόγες την Ανάσταση.
Το έθιμο του αφανού
ομοιάζει μ’ αυτό του ‘’σωρού’’ που έχουν στα χωριά Χριστό και Γλαρέδο. Ο σωρός
στα χωριά αυτά είναι κοινός και βοηθούν στη δημιουργία του οι κάτοικοι και των
δύο. Τη μια χρονιά ο σωρός καίγεται στο Χριστό και την άλλη στο Γλαρέδο. Οι
κάτοικοι των δύο χωριών έχουν συμφωνήσει και το εξής: αν ο σωρός καεί στο
Χριστό, τα ‘’Αντίλαμπρα’’ με το κάψιμο του Ιούδα (στα χωριά αυτά τον ονομάζουν
‘’Τσιφούτη’’) θα γίνουν στο Γλαρέδο.
Για το έθιμο της
καύσης του Ιούδα οφείλουμε να τονίσουμε ότι υπάρχουν πανελλαδικά πλήθος
διαμαρτυριών, αφού όλη η τελετή παραπέμπει σε ρατσιστικές εκδηλώσεις. Η Ιερά
σύνοδος μάλιστα με αλλεπάλληλες εγκυκλίους της προέτρεπε τον ελληνικό λαό να
εγκαταλείψει το έθιμο αυτό (1891, 1910, 1918 κ.ά.), επειδή «αντιβαίνει προς το
θεμέλιο της πίστεως ημών, ήτις είναι η αρετή της αγάπης προς εν γένει πάντα
άνθρωπον…».
ΟΙ ΒΟΥΚΙΝΑΔΕΣ
Στην
Ικαρία, έως τα μέσα του 20ου αιώνα, οι κάτοικοι πολλών απομακρυσμένων χωριών
περίμεναν το βράδυ της Ανάστασης να ακούσουν το ‘’βουκίνισμα’’ από τα βούκινα
των ‘’βουκινάδων’’, για να τσουγκρίσουν τα αυγά τους και ‘’να πασχάσουν’’. Οι
βουκινάδες ήταν άντρες, που ελλείψει άλλων τηλεπικοινωνιακών μέσων, είχαν
επιφορτιστεί με το καθήκον να φέρνουν με τον ήχο των βουκίνων τους (μεγάλα
κοχύλια) το μήνυμα της Ανάστασης. Ο
πρώτος βουκινάς καθόταν έξω από τον ενοριακό ναό και την ώρα του ‘’Χριστός
Ανέστη’’ άρχιζε να ‘’βουκινίζει’’ και να τουφεκίζει για να τον ακούσει ο
επόμενος. Απ’ τον ένα βουκινά στον άλλο το μήνυμα της Ανάστασης μεταφέρονταν
και στα πιο απομακρυσμένα χωριά. Για την αμοιβή τους έβγαζαν δίσκο σ’ όλα τα
γειτονικά χωριά. Ακόμα τους έδιναν από μια κουλούρα και ο ιερέας μνημόνευε τα
ονόματά τους για την σημαντική υπηρεσία που προσέφεραν στην ενορία. Τα βούκινα, σύμφωνα με μαρτυρίες, τα φύλαγε ο
ιερέας μέσα στο ιερό του ενοριακού ναού, στη ‘’βουκινοθήκη’’, ένα μικρό ξύλινο
κασελάκι, αφού τα σταυροκοπούσε όταν του τα παρέδιδαν τη Λαμπρή.
ΤΟ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Στην Ικαρία δεν είναι συνηθισμένο το θέαμα της
σούβλας. Αντίθετα, παράδοση αποτελεί το γεμιστό κατσικάκι με ρύζι, ρίγανη,
μάραθο και άλλα μυρωδικά, που ετοιμάζεται από το βράδυ και ψήνεται στο φούρνο
του χωριού. Στο οικογενειακό τραπέζι επικρατεί γιορτινή ατμόσφαιρα, ο οίνος ρέει
άφθονος και οι
συνδαιτυμόνες τρώνε και χορεύουν συνήθως μέχρι αργά το βράδυ.
ΑΝΤΙΛΑΜΠΡΑ
Στην Ικαρία
‘’Αντίλαμπρα’’ (< αντί + Λαμπρή, αντίπασχα) ονομάζουν την Κυριακή του Πάσχα,
όπου τελείται η Δεύτερη Ανάσταση.
Μετά το φαγητό, κατά τις τρεις η ώρα το μεσημέρι, πολλοί
νέοι συγκεντρώνονται στο ναό του χωριού, όπου γίνεται η Δεύτερη Ανάσταση. Οι
εκκωφαντικοί κρότοι από τα πυροτεχνήματα ενθουσιάζουν μικρούς και μεγάλους
απλώνοντας παντού το Μήνυμα της Ανάστασης. Στα ‘’Αντίλαμπρα’’ έχει επικρατήσει
να γίνεται και το ‘’κάψιμο του Ιούδα’’.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, σε πολλά χωριά της
Ικαρίας, στα Αντίλαμπρα τελούνταν ένα ιδιότυπο μνημόσυνο. Ο ιερέας μοίραζε
στους πιστούς, αντί για κόλλυβα, ένα κομμάτι βραστό κρέας! «Κατά την μία η ώρα το μεσημέρι μοίραζαν το
μνημόσυνο […] Τότε στα μνημόσυνα έδιναν στον καθένα ένα κομμάτι κρες, όπως
τόλεγαν οι παλιοί Νικαριώτες, βραστό […] Καθίζανε κάτω στο χορτάρι, όταν ήτανε
καλοσύνη, ειδεμή πήγαιναν στο κελί, και έτρωγαν όλοι μαζί αγαπημένοι. Στους
‘’βουκινάδες’’ έδιναν διπλή μερίδα μνημόσυνο και ο παπάς έλεγε τα ονόματά τους,
όταν έλεγε τα ονόματα εκείνων που του είχαν πάει πρόσφορο ή άρτο»[21].
ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Στα χωριά των Ραχών,
την Κυριακή του Πάσχα (σε ορισμένα χωριά γίνεται τη Δευτέρα, όπως στις Καρυδιές
και στην Προϊσπέρα) τελείται ένα έθιμο που οι ντόπιοι το ονομάζουν
‘’Μνημόσυνο’’. Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του στις ‘’αγάπες’’ των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Πρόκειται για έναν
πασχαλινό θεσμό, όπου όλοι οι κάτοικοι, πλούσιοι και φτωχοί, προσφέρουν ό, τι
έχουν (κρέας, ψωμί, κρασί κ.ά. ) για ένα συμπόσιο που πραγματοποιείται στην
πλατεία του χωριού. Το ‘’Μνημόσυνο’’ αποτελεί μια ευκαιρία να ενωθούν όλοι οι ντόπιοι και οι
ξένοι γύρω από ένα τραπέζι. Ο ‘’κοινός δείπνος’’ των πρώτων χριστιανών που
έμπρακτα αποδείκνυαν πόσο νοιάζονταν για το συνάνθρωπό τους που είχε ανάγκη από
βοήθεια και συμπαράσταση (αλληλεγγύη), ενώνεται με την ουτοπική κοσμοθεωρία της
κοινοκτημοσύνης και της απόλυτης ισότητας.
Το ‘’Μνημόσυνο’’ είναι
το επιστέγασμα «ενός πολιτισμού που έχει μέχρι και σήμερα βαθιά ριζωμένο το
αίσθημα της συλλογικότητας και της αλληλοβοήθειας […] Η αλληλεγγύη ενσαρκώνεται
στον καθιερωμένο θεσμό του μνημόσυνου καθώς πολλές οικογένειες προσφέρουν κρέας
που μαγειρεύεται και καταναλώνεται στην αίθουσα του Αγίου Δημητρίου από κοινού,
απ’ όλο δηλαδή το χωριό. Το γλέντι, η μουσική και ο χορός παρουσιάζονται και
αυτά ως μορφές έκφανσης άμεσα συνδεδεμένες με τον Ικαριώτη και τον πολιτισμό
του»[22].
Γ) ΑΛΛΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ
Ο Κλήδονας είναι ένα ελληνικό έθιμο που τελείται
στις 24 Ιουνίου, την ημέρα του Αγίου Ιωάννου. Στην Ικαρία, τα παλαιότερα χρόνια, την παραμονή
του Αϊ Γιάννη του Φανιστή[23],
ομάδες ανύπαντρων κοριτσιών πήγαιναν στη βρύση του χωριού και γέμιζαν ένα
κανάτι με νερό (‘’το αμίλητο νερό’’), χωρίς να μιλήσουν και χωρίς να συναντήσουν
κανέναν στο δρόμο. Κατά το σούρουπο, κάθε κοπέλα τοποθετούσε στο κανάτι ένα
αντικείμενο (κόσμημα, κλειδί, φρούτα κ.ά.), τα λεγόμενα στην Ικαρία ‘’σημάδια’’ (στην Κρήτη και αλλού λέγονται
‘’ριζικάρια’’, γιατί καθορίζουν το ‘’ριζικό’’ κάθε κοπέλας). Στη συνέχεια
σκέπαζαν το κανάτι μ’ ένα κόκκινο πανί (‘κλειδώνεται ο κλήδονας’’) και το
έβγαζαν έξω από το σπίτι «όξω στ’ άστρα
και στο φεγγάρι»[24].
Νωρίς το πρωί, πριν βγει ο ήλιος και εξουδετερωθούν οι μαγικές ιδιότητες των
άστρων, άνοιγαν τον κλήδονα με το αμίλητο νερό τραγουδώντας:
«Ανοίξετε τον κλήδονα
και
στρώσετε λουλούδια
για να
περάσ’ ο βασιλιάς
με τη
βασιλοπούλα»[25].
Ύστερα μία από τις κοπέλες- συνήθως
αυτή που έκλεισε τον κλήδονα-, η επονομαζόμενη στην Ικαρία ‘’μάνα’’, έβγαζε
ένα- ένα τα ‘’σημάδια’’, τραγουδώντας διάφορα σκωπτικά στιχάκια για την καθεμία.
Τα στιχάκια αυτά τα είχαν γράψει τις προηγούμενες μέρες τα κορίτσια και τα
είχαν τυλίξει (‘’τάχαν τυλιγμένα σαν τσιγάρα’’), ώστε η ‘’μάνα’’ να μην ξέρει
σε ποιαν ανήκει το κάθε χαρτάκι. Το στιχάκι που αντιστοιχεί στο αντικείμενο
(‘’σημάδι’’) της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνάει το μέλλον της, αποτελούσε
ένα είδος χρησμού για τη νέα, και σχολιάζεται από τις υπόλοιπες (στο άνοιγμα
του κλήδονα συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες), που προτείνουν τη δική τους
ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη. Οι αυτοσχέδιες αυτές ‘’ρίμες’’ (συνήθως
πρόκειται για ένα δίστιχο) γραφόταν με βάση την ομορφιά, τα πλούτη και γενικά
τα προτερήματα και τα ελαττώματα της καθεμιάς κοπέλας. Ο Κώστας Καραπατής έχει
διασώσει μία τέτοια ρίμα:
«Μωρέ
στραβοτυλίγαδο με τα στραβά ποδάρια,
που πας κι
ανακατεύεσαι μέσα στα παλικάρια».
Μετά το άνοιγμα του κλήδονα και το
μοίρασμα των ‘’σημαδιών’’ με τις κατάλληλες ρίμες ακολουθούσε γλέντι με τραγούδια και χορούς.
Το ‘’αμίλητο νερό’’, επειδή το
θεωρούσαν σαν ιερό και καθαγιασμένο, δεν έπρεπε να χυθεί στο χωριό και ‘’μετά
να το πατήσουν άνθρωποι’’. Γι’ αυτό το λόγο, μία κοπέλα αναλάμβανε να το χύσει
σε μια χαράδρα (ή κατά άλλους σε πηγάδι) έξω από το χωριό.
Στους Φούρνους της Ικαρίας το
‘’αμίλητο νερό’’ το έβαζαν σε χάλκινα ‘’γκιουμνιά’’ στολισμένα με λουλούδια και
πρασινάδες.
Η λέξη «κλήδονας» προέρχεται από την
αρχαία λέξη «κληδών», που απαντάται στον Παυσανία (Βοιωτικά), τον Όμηρο κ.α.
‘’Κληδών’’ ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, το μαντικό σημάδι από την ερμηνεία τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων.
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΑΪ ΓΙΑΝΝΙΟΥ ΤΟΥ ΦΑΝΙΣΤΗ
Στον Αϊ Γιάννη των Ραχών γίνεται μεγάλο πανηγύρι στις
24 Ιουνίου, ημέρα που συμπίπτει με τη θερινή τροπή του ήλιου. Χαρακτηριστικό
έθιμο του πανηγυριού είναι οι φωτιές τ 'Αϊ -Γιαννιού (κοινώς: ‘’φανοί’’’ ή ‘’αφανοί’’),
από τις οποίες ο άγιος λέγεται και Φανιστής (Ικαρία και Χίος), Λαμπαδάρης
(Αθήνα) και Λαμπροφόρος (Κύπρος). Άντρες, γυναίκες και παιδιά πηδούσαν τρεις
φορές πάνω από τη φωτιά τραγουδώντας:
«Όξω
ψύλλοι και κοριοί και καμπόσοι ποντικοί».
Οι γυναίκες «που ‘’λεβενταρίζονταν’’,
‘’σαρτέρανε’’ πάνω στις φλόγες φωνάζοντας:
Ψύλλοι,
ψύλλοι και κοριοί
στης Διαμάντως την αυλή!».[26]
Από τα παραπάνω δίστιχα γίνεται
φανερός ο καθαρτήριος χαρακτήρας του εθίμου και η σημασία του πηδήματος των φωτιών. Οι άνθρωποι
επιζητούν τον καθαρμό με τη δύναμη της φωτιάς και απαλλαγμένοι από κάθε
αρρώστια και κακό να μπουν καθαροί και ακμαίοι στη νέα περίοδο του χρόνου[27].
Τα βιολιά με τα
λαγούτα, οι χοροί, τα τραγούδια και τα γέλια κρατούν ως το ξημέρωμα κι όλοι
χαίρονται με την καρδιά τους το καλοκαιριάτικο τούτο πανηγύρι, που από τα
πανάρχαια χρόνια ανανέωνε τον άνθρωπο και του έδινε κουράγιο για παραπέρα
ξεκίνημα στον αγώνα της ζωής.
ΤΑ ΚΟΛΛΥΒΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
ΘΕΟΔΩΡΩΝ
Στη
γιορτή των Αγίων Θεοδώρων τιμούνται μαζί, οι μεγαλομάρτυρες Άγιος Θεόδωρος ο
Τήρων του 3ου αιώνα και Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης του 4ου αιώνα. Σύμφωνα με
χριστιανική παράδοση, ο Θεόδωρος ο Τήρων (Τάγμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων), κατά τη διάρκεια λιμού σε περιοχή της
Γαλατίας, έθρεψε τον πληθυσμό μιας πόλης με κόλλυβα. Από τότε καθιερώθηκε να
προσφέρονται στους ναούς, το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών (και
Ψυχοσάββατο), κόλλυβα.
Με
βάση πάλι την αρχαία δοξασία ότι οι νεκροί έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν και
να προλέγουν το μέλλον, το Ψυχοσάββατο αυτό είχε συνδυαστεί από παλιά με
μαντικές λαϊκές δοξασίες. Η πιο γνωστή σ’ όλη την Ελλάδα μαντική πρακτική είναι
η ονειρομαντεία με τα κόλλυβα των Αγίων Θεοδώρων. Ανύπαντρες κοπέλες πήγαιναν
στην εκκλησία για να πάρουν αγιασμένα κόλλυβα. Τα έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι
τους και προσεύχονταν στους Αγίους Θεοδώρους, πιστεύοντας ότι θα τους
αποκαλύψουν στο όνειρο τους τον άντρα που θα παντρευτούν. Αυτή η πρακτική
διαφέρει από τη συνηθισμένη ονειρομαντεία, επειδή εδώ πρόκειται στην ουσία για
μια τελετή που σκοπό έχει την πρόκληση ενός ονείρου για ένα συγκεκριμένο θέμα,
το γάμο.
Σε
άλλη εκδοχή του εθίμου, αυτή η μαντική τελετή γινόταν μεσάνυχτα (η ώρα των
νεκρών), σε ένα σταυροδρόμι.
Σε
ορισμένες περιοχές της Ικαρίας το μαντικό αυτό έθιμο γινόταν την παραμονή του
Κλήδονα.
Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΟ ΜΑΓΓΑΝΙΤΗ
Πριν από τα
Χριστούγεννα γινόταν ένα μοναδικό έθιμο στο Μαγγανίτη. Στην εορτή του Αγίου Νικολάου, του πολιούχου
της περιοχής, οι ναυτικοί του χωριού με τα καΐκια τους «άραζαν αρόδου»[28] (= έξω από το
λιμάνι). Αποβιβάζονταν και όλοι μαζί ανέβαιναν προς την εκκλησία.
Παρακολουθούσαν με ευλάβεια και κατάνυξη τη λειτουργία και τους ύμνους προς
τιμή του Αγίου Νικολάου, του προστάτη των ναυτικών, των φτωχών και των ανθρώπων που έχουν ανάγκη από
συμπαράσταση. Το βράδυ, εφόσον είχαν τον άγιο μαζί τους, αναχωρούσαν για το
λιμάνι, επιβιβάζονταν στα καΐκια τους και ξανοίγονταν στη θάλασσα. Αυτό το
έθιμο σταμάτησε να τελείται πριν από τριάντα χρόνια στο Μαγγανίτη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Λαϊκή παράδοση, από το
ρήμα ‘’παραδίδωμι’’, είναι τα λαϊκά πολιτιστικά στοιχεία, που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν
και τα οποία παραδόθηκαν από γενιά σε γενιά, για να φθάσουν ως το δικό μας
παρόν.
Στην Ικαρία η λαϊκή
παράδοση, το αξεπέραστο αυτό δημιούργημα της λαϊκής σοφίας, εμποτισμένη από τον
αιώνιο ανθρωπισμό του λαού μας, παραμένει ζωντανή και λειτουργική, καθώς
θεραπεύει τις ίδιες ανάγκες και αξίες που τη γέννησαν: την αγάπη στη φύση (λ.χ.
η περιφορά του επιταφίου στην ανοιξιάτικη νύχτα), τη σοφία της απλότητας (λ.χ.
το βάψιμο των αυγών), τη θέρμη της κοινωνικής επαφής (λ.χ. το έθιμο του Αϊ
Βασίλη), την αλληλεγγύη προς το συνάνθρωπό μας (Μνημόσυνα), την άμιλλα και τον
ευγενή συναγωνισμό (το έθιμο του αφανού), τον ερωτισμό του λαού μας (το έθιμο
του κλήδονα) και την ανάγκη για
ψυχαγωγία και διασκέδαση (το χοιροσφάγι κ.ά.). Οι Ικαριώτες ποτέ δεν την
περιφρόνησαν στο όνομα ενός ψευτομοντερνισμού κι ενός κάλπικου νεωτερισμού.
Ούτε πάλι περιέβαλαν τη λαϊκή παράδοση τους με το σεβασμό ενός μουσειακού
εκθέματος, που όσο όμορφο κι αν είναι, ο χρόνος του προσέδωσε την ψυχρότητα και
την ακαμψία του θνησιμαίου. Για τον ικαριώτικο λαό τα ήθη και τα έθιμά του
αποτελούν καθημερινή, ζωντανή πραγματικότητα, είναι μια έννοια δυναμική και
εξελικτική, καθώς βιώνεται χειροπιαστά, ‘’σαρκικά’’ μέσω των γενεών, με την
συνείδηση της συνέχειας. «Είναι σαν ένα
πλατύφυλλο δέντρο, όπου κάθεται και απολαμβάνει τη σκιά του. Το θρόισμα
του ήταν ανέκαθεν το θρόισμα της φυλλωσιάς της ελληνικής ψυχής»[29].
Κλείνοντας την εργασία αυτή θα πρέπει να ομολογήσω ότι
για πρώτη φορά στην εκπαιδευτική μου σταδιοδρομία παραδόθηκα αυθόρμητα, σχεδόν
‘’αμαχητί’, στις μαθητικές φωνούλες που με χαρά, αλλά και κάποια έκπληξη,
διαπίστωναν ότι ο καθηγητής τους αγνοούσε έθιμα και πρακτικές που για τους
ίδιους τους μαθητές αποτελούσαν χειροπιαστή και καθημερινή πραγματικότητα!
[1] Την τεχνική αυτή την αφηγήθηκε η κα Ανδρονίκη
Βιτσαρά στην κόρη της Ευαγγελία Βιτσαρά.
[2] Παστελαριές:
Τα σύκα ξεραίνονται
στον ήλιο στα τέλη του καλοκαιριού, στις κεραμοσκεπές και σε μεγάλες πέτρινες
πλάκες. Αρωματίζονται με βότανα και ξηρούς καρπούς.
[3] Στενός Δ. Ιωάννης, 2002,
‘’Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά’’ από τα «Νικαριώτικα Πούλουδα», Αθήνα.
[4] Σφιγγουνοκάρδι: Ο πνεύμονας (φλεμόνι) και η καρδιά του ζώου. Οι
νοικοκυρές τα έβραζαν στην κατσαρόλα με πατάτες, ντομάτα και ρίγανη (χοιρινό
γιαχνί).
[5] Πηχτή ή πηκτή ή ζελατίνα: Έδεσμα
παρασκευαζόμενο από τη βρασμένη γουρουνοκεφαλή και τα πόδια. Το κεφάλι και τα
πόδια τα έπλεναν και τα καθάριζαν καλά. Μετά τα έβραζαν και αφού έβγαζαν το
κρέας, κυρίως από το κεφάλι, έβαζαν διάφορα μπαχαρικά, λεμόνι και ξύδι και το
έβαζαν σε πήλινα σκεύη. Το σκέπαζαν με το ζουμί, το οποίο έπηζε και από πάνω
μαζευόταν το λίπος το οποίο σφράγιζε την πηχτή αεροστεγώς και έτσι διατηρείτο
αρκετό καιρό.
[6] Καουρμάς
ή καβουρμάς: Προέρχεται από το τουρκικό kavurma. Χοιρινό κρέας καβουρδιστό με
βούτυρο και κρεμμύδια.
[7] Τσιουρίδια
ή σύγλινα: Κομμάτια κρέατος με λίπος και
το δέρμα του χοίρου, τα οποία καβουρδίζονται στο τηγάνι.
[8]
Αγκινάρι ή ακινάρι (ή
τζινάρι): ραβδί που καταλήγει σε διχάλα ή σε αγκίστρι. Απαραίτητο σύνεργο των
ψαράδων.
[9]
Σταυρινάδης Γ., 2005, περ. Ικαριακά, έτος 47ο, Περίοδος Γ’, Τεύχος
102, Δεκέμβριος, σ.214.
[10]
Μαστραπάς: κανάτα που
χρησιμοποιούταν παλιά στα χωριά για το σερβίρισμα νερού.
[11]
Μαυροκκούκι ή μελάθι:
Εξαιρετικό μυρωδικό μπαχαρικό. Είναι ένας κατάμαυρος σπόρος στο σχήμα ακριβώς
του σουσαμιού. Έχει στιβαρή γεύση που θυμίζει κάπως το ούζο. Η επιστημονική του
ονομασία είναι nigela. Θα το βρείτε όπου πωλούνται μπαχαρικά και σπόρια.
[12] Στενός Δ. Γιάννης, 2002, σ. 201.
[13] Στενός Δ.
Ιωάννης, 2002, ‘’Η περιφορά του Πιταφίου’’ από τα «Νικαριώτικα Πούλουδα»,
Αθήνα, σσ. 198-200.
[14] Λεπρινόραβδο
(< λεπρίνος + ραβδί): Λεπρίνος ή Φιλλυρέα η πλατύφυλλη ή φιλλύκι (Phillyrea
latifolia): Αειθαλής θάμνος ή μικρό
δένδρο με μικρά πράσινα φύλλα και μαύρους σφαιρικούς καρπούς. Αναπτύσσεται σε
σχετικά ξηρά και άγονα εδάφη.
[15] Κακοβουλιές:
κακοτοπιές
[16] Άργειος ή αργιά ή άριος: Αειθαλής δρυς με την επιστημονική ονομασία Αριά ή Άρια δρυς (Quercus
ilex). Το Δάσος του Ράντη, ιδιαίτερης
βοτανικής, οικολογικής και αισθητικής αξίας, κυριαρχείται από Άργιους (τοπική
ονομασία του δρυ - προστατευόμενο είδος της Οδηγίας 92/43 Παρ. Ι, κωδ: 9340),
ηλικίας άνω των 300 ετών.
[17] Τα
γιεμενιά ή, τουλούμπες: Τα ελαφρά υποδήματα. Η ονομασία προέρχεται από
τον τόπο κατασκευής την Υεμένη
[18] Μαγουλίκα: Στην Ικαρία το τσεμπέρι το λένε και μαγουλίκα, γιατί
καλύπτει τα μάγουλα.
[19]
Κουτσοπρίνια: είδος μικρού (= κουτσός) θάμνου με ξυλώδη βλαστό
και αγκαθωτά φύλλα.
[20] Αστοιβή: επιστημονικό όνομα :Sarcopoterium
spinosum: φρυγανώδες φυτό
"ποτήριο το ακανθώδες" που χρησιμεύει για να ανάβει τη φωτιά σαν
προσάναμμα ή για την κατασκευή αγροτικών σκουπών συνώνυμα: αφάνα,
αχυροστοιβάδα, πίσουρο.
[21]
Στενός Δ. Ιωάννης,
2002.
[22]
Σπύρος Τέσκος στην
εφημερίδα «Κάβο Πάπας» και στο kavopapas.gr/press για την ταινία του «Νικαριά
μου».
[24]
Καραπάτης
Κωνσταντίνος, 1991, ‘’Ικαρία, ο Κλήδονας’’, περ. Ικαριακά, έτος 33ο, περίοδος
Γ’, Τεύχος 32 (88), Δεκέμβριος, σσ. 156-157.
[25]
Ό.π.
[26] Καραπάτης
Κωνσταντίνος, 1991: «Η Διαμάντω ήταν μια φτωχιά και ακάθαρτη γυναίκα, που το
σπίτι της ήταν γεμάτο ψύλλους και κοριούς κι εκεί λέγανε να πάνε κι οι άλλοι
ψύλλοι του χωριού.
[27] Οι αρχαίοι Έλληνες τραγουδούσαν μία αντίστοιχη φράση: "Έφυγον κακόν,
εύρον άμεινον".
[28]
Σύμφωνα με την αφήγηση μαθητή που συμμετέχει
στην εργασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου