Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΚΙΝΑ


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΚΙΝΑ
Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένο για την τιμή που μου δόθηκε, ώστε στο πλαίσιο της καθιερωμένης πια ετήσιας ‘’εορτής του Κάστρου’’ να επιχειρήσω να αναδείξω τη σπουδαιότητα αυτού του μοναδικού ιστορικού και θρησκευτικού μνημείου της περιοχής μας που συμβολίζει όσο κανένα άλλο το αδούλωτο φρόνημα και τους ηρωικούς αγώνες για ανεξαρτησία όλου του ικαριώτικου λαού.
Το κάστρο του Κοσκινά κατασκευάστηκε τον 10 αι.  και υπήρξε ένα από τα βασικά αμυντήρια του νησιού στα χρόνια του Βυζαντίου. Ήταν το ισχυρότερο και σημαντικότερο από τα τρία φρούρια που δέσποζαν στις κορυφογραμμές της Ικαρίας –τα άλλα δύο ήταν του Μηλιωπού (Παλαιόκαστρο) και το Καψαλινό (πάνω από το Μαυράτο)-   και για αυτό πήρε και το όνομα Κάστρο της Νικαριάς.
Σύνηθες φαινόμενο στους αιώνες του Βυζαντίου ήταν η οχύρωση κορυφών λόφων με τη δημιουργία τειχισμένης ακρόπολης για προστασία από εχθρικές επιδρομές. Βασικός στόχος των οχυρώσεων ήταν η απόκρουση των επιθέσεων με τη δημιουργία υψηλών τειχών με αρκετό πάχος για την εξασφάλιση της άμυνας. Το κάστρο του Κοσκινά στο ψηλότερο σημείο του κωνικού ομώνυμου λόφου αποτελούσε το τελικό καταφύγιο των αμυνομένων και φιλοξενούσε την έδρα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της στρατιωτικής διοίκησης. Σήμερα σώζεται αποσπασματικά το τείχος που περιβάλλει την κορυφή του λόφου. Διακρίνουμε μία  πύλη- είσοδο στη βόρεια πλευρά του τείχους, ενώ στο εσωτερικό της οχύρωσης διατηρείται σε καλή κατάσταση ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Δοργανά. Πρόκειται για μία μονόχωρη καμαροσκέπαστη βασιλική, από τις παλαιότερες του νησιού μας, η οποία βρίθει από αρχαιοελληνικούς κίονες.
Σε αυτό το σημείο θα ανοίξουμε μια παρένθεση προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το ασυνήθιστο, και ίσως πρωτοφανέρωτο στη γραμματεία, προσωνύμιο του αγίου Γεωργίου. Το επίθετο ‘’Δοργανάς’’ έχει ως συνθετικά μέρη το ουσιαστικό δόρυ και το αρχαιοελληνικό ρήμα γανόω-ω, το οποίο εμφανίζεται με δύο σημασίες ως αποστράπτω, λάμπω και ως χαίρω, ευφραίνομαι, αγάλλομαι. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ‘’δοργανάς’’ είναι αυτός που φέρει αποστράπτον δόρυ ή αυτός που χαίρεται, αγάλλεται να κρατά δόρυ, ερμηνείες που ταιριάζουν απόλυτα με τη βυζαντινή εικονογραφία του τροπαιοφόρου αγίου, ο οποίος παρίσταται να σκοτώνει δράκοντα με δόρυ.
Μετά από τη σύντομη αυτή ετυμολογική προσέγγιση θα επιστρέφουμε στις ιστορικές συνθήκες που οδήγησαν στο μεγαλεπήβολο οχυρωματικό έργο του Κοσκινά. Κατά τον 10ο και 11ο αιώνα το βυζαντινό ναυτικό δεν ήταν σε θέση να προσφέρει την απαιτούμενη ασφάλεια στο Αιγαίο. Η Ικαρία όπως και τα άλλα νησιά ανέλαβαν με ίδια μέσα να αντιμετωπίσουν τους τρομερούς Σαρακηνούς πειρατές.  Η μόνη τους άμυνα ήταν η τοποθέτηση «βιγλατόρων» στις υψηλές κορυφές του νησιού,  ώστε να ειδοποιούνται έγκαιρα οι κάτοικοι και να σπεύδουν στα ορεινά για καταφύγιο. Μόλις προσέγγιζε την Ικαρία εχθρικό ή άγνωστο σκάφος, οι παρατηρητές άναβαν αμέσως φωτιά ώστε να ειδοποιηθούν οι φρουροί των άλλων παρατηρητηρίων για το μέγεθος και την εγγύτητα του εκάστοτε κινδύνου. Σύμφωνα με μελέτες που βασίζονται στα ανασκαφικά ευρήματα στον πύργο του Δρακάνου, το σύστημα συνεννόησης με οπτικά σημάδια που μεταβιβάζονταν από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση πυρσών (οι φρυκτωρίες) ήταν συνηθέστατο στην Ικαρία από την αρχαιότητα. Στην ουσία μιλάμε για την προϊστορία του τηλέγραφου στο νησί μας. Αν ήταν νύχτα, οι υπεύθυνοι στρατιώτες άναβαν λαμπρές φωτιές για την μετάδοση οπτικών σημάτων, ενώ κατά την διάρκεια της ημέρας χρησιμοποιούσαν πυκνό καπνό του οποίου το σχήμα, η κατεύθυνση και το μέγεθος αντιστοιχούσε σε  προσυμφωνημένα μηνύματα. Η θαυμαστή οχύρωση του κάστρου του Κοσκινά, η οργάνωση των Ικαριωτών και ο ηρωισμός τους φαίνεται ότι κράτησε ζωντανό το νησί κατά το 10ο και 11ο αιώνα, παρά τις τρομερές επιδρομές του πειρατή Τζαχά και του Βενετσιάνου Δόγη Δομένικου Μικέλη, του επονομαζόμενου και «Τρόμου των Γραικών».
Περί τα τέλη του 12ου αιώνα, όμως, η κατάσταση επιδεινώνεται περισσότερο για τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου και των παραλιακών πόλεων. Σημαντικός παράγοντας της ανόδου της πειρατείας ήταν η απόφαση του Μανουήλ Κομνηνού να καταργήσει τα ναυτικά Θέματα αφήνοντας στην ουσία τα νησιά απροστάτευτα. Η Ικαρία βρίσκεται στο έλεος των εισβολών Μαλτέζων και Γενοβέζων πειρατών που είχαν ως  ορμητήρια την Αίγινα και τη Σαλαμίνα. Ο Ιωάννης Μελάς εύστοχα περιγράφει ότι «εξεβράζοντο ως λύκοι και ερρίχνοντο κατά των Ικάριων αναζητούντες τους άτυχους πληθυσμούς και τα ορεινά των κρησφύγετα».
Τον 13ο αιώνα, μετά την πτώση της Κων/λης από τους Σταυροφόρους (1204), αρχίζει η περίοδος της Φραγκοκρατίας στο Αιγαίο.  Στα νερά του πλέουν πειρατές Γενοβέζοι, Βενετσιάνοι, Πιζάνοι, Σικελοί, Ισπανοί, Τούρκοι των Μικρασιατικών παραλίων και βέβαια Έλληνες, κυρίως Μανιάτες. Κυρίαρχη ναυτική δύναμη της περιόδου είναι η Γένοβα, η οποία  εξόπλιζε πολλά κουρσάρικα. Σημαντικό που πρέπει να επισημανθεί είναι πως από την περίοδο αυτή και μετά οι πειρατές μετατρέπονται σταδιακά σε «κουρσάρους» (από το λατινικό ‘’curso’’ που σημαίνει τρέχω). Ο όρος δήλωνε τους έμμισθους «υπαλλήλους» του ενός ή του άλλου ηγεμόνα που τους επέτρεπε να εισβάλουν  υπό την προστασία της σημαίας του και επιστρέφοντας μερίδιο από τα λάφυρα  να αποκτήσουν την εύνοια του. Τον αιώνα αυτόν, φαίνεται ότι το απάτητο φρούριο του Κοσκινά, το ύστατο αμυντήριο  των Ικάριων μαχητών, κατακτήθηκε από τους Γενουάτες ύστερα από προδοσία το 1283.
Ελλείψει άλλων γραπτών πηγών, πληροφορίες για την κατάληψη του φρουρίου του Κοσκινά μπορούμε να αντλήσουμε μόνο από ένα δημώδες ικαριακό άσμα του μεταακριτικού κύκλου, τη ρίβα του Κάστρου. Το άφθαρτο αυτό κόσμημα της δημοτικής μας ποίησης, συνθεμένο μεταξύ του 1350 και 1550, έχει καταγραφεί σε τρεις παραλλαγές που προέρχονται από διαφορετικές γεωγραφικές περιφέρειες του νησιού. Η μία παραλλαγή του αναφέρει ρητά:
«Ακούσατε να σας ειπώ του Κοσκινά τη ρίμα
στα χίλια διακόσια και στα ογδόντα τρία.
Ηθέλησαν η Γένουα με τονε κρυφοράφτη
να 'ρτουν για να πατήσωσι της Νικαριάς το κάστρι».
Ακόμα όμως κι αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη χρονική αναφορά (που ελλείπει από τις άλλες δυο παραλλαγές) υπάρχουν και άλλα στοιχεία στη ρίμα που βοηθούν στη χρονολόγηση της κατάληψης του κάστρου και υπαγορεύουν τον πορθητή του. Οι στίχοι:
«-Μπας και θαρρείς, ω Γένοβα, και συ, ω Κρυφοράφτη,
πως ειν' τα Δώδεκα Νησιά όπου τα 'χμαλωτίζεις;»
μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο τρομερός επιδρομέας που κούρσεψε το κάστρο του Κοσκινά είναι ο Γενοβέζος πειρατής Γκαφόρε (ο Καφούρης των Βυζαντινών), ο οποίος είχε ήδη καταλάβει τα Δωδεκάνησα.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι ο κουρσάρος Γκαφόρε ή Ανδρέας Καφούρης δεν ήταν ένας συνηθισμένος πλιατσικολόγος του Αιγαίου. Δρούσε οργανωμένα αποτελώντας εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής της Γένοβας και ανίκητος εχθρός του βυζαντινού στόλου. Στο ποίημα «Ο πειρατής Καφούρης και το κάστρο της Μάνης» πληροφορούμαστε γι’ αυτόν:
«Οι Βυζαντίνοι πολεμούν
τους πειρατές χτυπάνε,
μα τον Καφούρη κυνηγούν
και δεν τον ενικάνε.

Καφούρης σκιάζει τα θεριά
και μπαίνει μες τα κάστρα,
χτύπαγε όλα τα νησιά
και τα ’κανε χαλάστρα».

Τέλος, μετά από πολλά χρόνια στη θάλασσα και πολλές επιτυχημένες επιδρομές, τον βρίσκουμε στην Αθήνα στα 1308 πάμπλουτο και πρόκριτο.
Όλα τα παραπάνω ειπώθηκαν για να τονιστεί η υπεροχή των λιγοστών Ικάριων υπερασπιστών του κάστρου που στηριζόμενοι στη φυσική του θέση και τον απαράμιλλο ηρωισμό τους ταπείνωσαν τις φιλοδοξίες του Καφούρη. Διαβάζουμε με περηφάνια στη δημώδη ρίμα του κάστρου:
«Εδώ ‘ναι κάστρο φοβερό, παντού εξακουσμένο,
στου βασιγιά τες κάμαρες τό 'χουν σταμπαρισμένο.
Για να 'ρτουν οι εννιά αδερφοί οι καστροπολεμίτες,
τότες να πολεμήσετε, ν’ αντιπαραταχτήτε».
Σε άλλο σημείο πάλι ο λαϊκός ποιητής περιγελά τη δύναμη και τις άκαρπες προσπάθειες των επίδοξων κατακτητών:
            «Τότες αυτοί σιμώσασι με τόση γληγοράδα,
            γυρίζουν, τριγυρίζουν το, παραδομόν δεν έχει».
Τη μεγαλύτερη όμως ταπείνωση στους επιδρομείς επιφυλάσσει μια ανώνυμη ικαριώτισσα λαϊκή αγωνίστρια, η οποία αφού προσευχηθεί πρώτα στον Άγιο Γεώργιο:
«‘’σύρει’’ την πλακίτσαν ‘’της’’, και ‘’παίρνει’’ δέκα κάτω.
Και ξαναδευτερώνει την κι ησκότωσεν πενήντα
και πάλι ξανατρίτωσεν και πάσιν ενενήντα».
Το τρίστιχο αυτό καταδεικνύει με ενάργεια ότι στο πλευρό των αντρών πολεμούσαν με το ίδιο θάρρος και ηρωισμό και οι γυναίκες του νησιού. 
            Τελικά το άπαρτο κάστρο της Ικαρίας θα καταλυθεί, με τον ίδιο τρόπο που οι Πέρσες πέρασαν από τις Θερμοπύλες και οι ορδές των Τούρκων στριμώχθηκαν στην Κερκόπορτα της Βασιλεύουσας, δηλαδή με προδοσία και άνομη μπαμπεσιά. Η πτώση του κάστρου θα επιτευχθεί μόνο όταν οι ντροπιασμένοι επιτιθέμενοι υποσχεθούν στον προδότη την παράδοση της πανώριας υπερασπίστριας του Κοσκινά. Ο ανώνυμος ποιητάρης οικτίρει την άνανδρη πράξη ίσως στο ωραιότερο και δραματικότερο μέρος της ρίμας τόσο για τους διαλόγους και την ηθοποιία όσο και για τη θαυμάσια ψυχογραφία των προσώπων :
«Ένας από τ' ανάθεμαν από τους Χαλικάδες
αυτή την κόρην αγαπά κι εκείνη δεν τον δέχει.
Ένα κορίτσιν κάθεται επάνω 'δω του κάστρου'
αυτό να μου χαρίσετε κι εγώ να σας διδάξω."

Κι αυτού του υποσχέθησαν πως θα του τη χαρίσουν
κι άλλα πολλά δωρήματα, ώστε να των ανοίξει.
Και τα κλειδιά των έριξε έξω από το μπεντένι,
τότες αυτοί εμπήκασι όλοι αρματωμένοι».

            Το μοτίβο της άλωσης κάστρων από έναν ερωτοχτυπημένο προδότη είναι σύνηθες σ’ όλα τα κοινής θεματολογίας ιστορικά δημώδη άσματα (λ.χ. το ακριτικό τραγούδι  ‘’Του κάστρου της Ωριάς’’) και ανάγεται μάλλον σε αντίστοιχους αρχαιοελληνικούς μύθους. Το στοιχείο, όμως, που διαφοροποιεί αισθητά το ικαριώτικο τραγούδι απ’ αυτά είναι ότι η υπερασπίστρια του κάστρου του Κοσκινά δεν είναι βασιλοπούλα με αμύθητα πλούτη που αυτοκτονεί για να μη συναινέσει στο άνομο έρωτα. Η αντρειωμένη ικαριώτισσα είναι ένα απλό  
«κορίτσιν (του λαού) που κάθεται επάνω 'δω του κάστρου»
άξιο σύμβολο του λαϊκού αγώνα και του αδούλωτου φρονήματος του ελληνισμού που κυνηγημένος από παντού βρίσκει καταφύγιο στο άπαρτο κάστρο της ψυχής. Μια τέτοια γνήσια λαϊκή ψυχή δεν καταφεύγει ποτέ στην αυτοκτονία όπως επιτάσσει ο ξενόφερτος ρομαντισμός και το ιπποτικό ιδεώδες των αντίστοιχων τραγουδιών. Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Φίλιππος Μαυρογιώργης, η πανώρια υπερασπίστρια του κάστρου διαφεύγει, όχι από δειλία, αλλά για να συνεχίσει τον αγώνα ενάντια στον ξένο κατακτητή. Δεν είναι δύσκολο να τη φανταστούμε με τα άλλα παλικάρια να περνά αποφασιστικά το δύσβατο Πριόνι της Κεφάλας.
«Οι πέντε γιοι της Κώσταινας, οι καστροπολεμίτες
Αρπάξαν τη μαννούλαν τους, μεσ’ στο πριόνιν πάσιν».

Μετά την άλωση του κάστρου αρχίζει η μακροχρόνιος φραγκική κατοχή της Ικαρίας. Άλλοι ιστορικοί τοποθετούν την κατάληψη του Κοσκινά σε μεταγενέστερα χρόνια. Ο Σταματιάδης στα ‘’Ιστορικά’’ του αναφέρει ότι η επίθεση έγινε μεταξύ του 1346 και 1566, ενώ ο Μύλλερ πιστεύει ότι η άλωση επετεύχθη από τον Βιγκόζην το 1346, έτος στο οποίο κατέλαβε και τα νησιά Χίο, Ψαρά, Σάμο και Κω.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας το κάστρο του Κοσκινά, ενισχυμένο με πρόσθετα οχυρωματικά έργα θα συνεχίσει να αποτελεί το κύριο αμυντήριο του  νησιού απέναντι στις επιθέσεις των Οθωμανών. Μετά την πτώση της Πόλης το 1453, οι Γενοβέζοι θορυβημένοι από την τουρκική προέλαση, εγκαταλείπουν το νησί και το κάστρο, προτείνοντας στους κατοίκους της Ικαρίας και της Σάμου να τους ακολουθήσουν στη Χίο για κοινή άμυνα. Σωζόμενη παράδοση αναφέρει ότι «οι πλούσιοι (της Ικαρίας) αφήκαν το νησίν και επήαν στην Χίον, την Κριμαίαν και την Αφρικήν. Ενώ οι αχαμνοί (=οι φτωχοί) ηπήρασι τα βουνά» αποφασίζοντας να ακολουθήσουν το βίο της «ομαδικής αποκρυβής» σύμφωνα με τον Ιωάννη Μελά.
Το σεβαστικό προσκύνημα που κάναμε στο μοναδικό αυτό ιστορικό μνημείο του νησιού μας εδώ τελειώνει.  Κι όλοι εμείς, που συγκεντρωθήκαμε σήμερα  εδώ, γίναμε κοινωνοί του ηρωισμού της ικαριώτικης ψυχής μέσα από τεκμήρια αρχαιολογικά, ιστορικές πηγές και κυρίως μέσα από το λυρισμό, τη δροσιά αλλά και τον αναστοχασμό των διαχρονικών συμβόλων της λαϊκής μας ποίησης. Στους καιρούς τους χαλεπούς που βιώνουμε σήμερα, η ενασχόληση με το κάστρο της Νικαριάς μπορεί για όλους μας, και κυρίως για τη νέα γενιά, να εμπνεύσει, να δυναμώσει συνειδήσεις και να αποτελέσει το έναυσμα για να ανακαλύψει ο καθένας μας το δικό του μετερίζι, ακούγοντας στ’ αγέρι που θροεί τις άγριες αυτές βουνοκορφές του Κοσκινά τις μακρινές φωνές των ηρωικών προγόνων του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου